Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα thriller. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα thriller. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

4.11.24

Arcadian (2024) Review

 

Τρόμου,δραματική, θρίλερ
Διάρκεια: 92'

 

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

  Ο Νίκολας Κέιτζ γίνεται αφορμή απόκτησης μιας νέας γνώσης. Δεν είναι να εντυπωσιάζεσαι, θα πει κανείς. Ο Κέιτζ ευθύνεται για πολλά υπέροχα πράγματα σε αυτή τη ζωή! Η  τελευταία ταινία που τον βλέπουμε να πρωταγωνιστεί, ονομάζεται Arcadian, και γίνεται λόγος να αναζητήσουμε μια γνώση που με τα χρόνια κάπου είχε ξεχαστεί. Τι είναι ο Αρκαδικός; Τι είναι η Αρκαδία; Θεωρούσα κομματάκι δύσκολο να αναφέρεται η ταινία στο γνωστό νομό οπότε το έψαξα. Ο όρος "Αρκαδία" χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια περιοχή με υπέροχη φύση, ιδανική για να ζήσεις με αγροτική απλότητα, μακριά από τις ανέσεις του σύγχρονου πολιτισμού. Ο όρος "Αρκαδισμός" χρησιμοποιήθηκε αρκετά και στις τέχνες από τους καλλιτέχνες της Αναγέννησης αλλά η ταινία απ' ότι φαίνεται χρησιμοποιεί τον όρο με την πρώτο τρόπο.

 Το Arcadian μας μεταφέρει χρόνια μετά το ξέσπασμα ενός παγκόσμιου πολέμου ή μιας παγκόσμιας καταστροφής. Ο Κέιτζ, υποδύεται τον Πολ, έναν άνδρα που ζει σε μια αγροτική περιοχή, μαζί με τους δύο δεκαεξάχρονους γιους του, μόνο με όσα τους προσφέρει η φύση. Ηλεκτρικό φαίνεται να μην υπάρχει, ύδρευση το ίδιο. Καταλαβαίνουμε ότι γενικότερα ο πολιτισμός όπως τον γνωρίζουμε, δεν υπάρχει πια. Έχουν απομείνει λίγοι άνθρωποι, οι οποίοι ζουν αρκετά απομακρυσμένοι, σε αυτοσχέδιες φάρμες. Όταν όμως πέφτει το βράδυ, κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους, γιατί περίεργα πλάσματα κάνουν την εμφάνισή τους. Ένα από αυτά τα βράδια, ο πιο ατίθασος γιος του Πολ δεν θα επιστρέψει, καθυστερώντας σε μια κοντινή φάρμα, όπου υπάρχει ερωτικό ενδιαφέρον για την κόρη της οικογένειας. Ο Πολ βγαίνει να τον αναζητήσει και ολόκληρη η οικογένεια θα βρεθεί αντιμέτωπη με τα φρικιαστικά αυτά πλάσματα, γνωρίζοντας ελάχιστα για τον τρόπο αντιμετώπισής τους.

 Την ταινία σκηνοθετεί ο Μπέντζαμιν Μπρούερ και το σενάριο υπογράφει ο Μάικ Νάιλον. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος έχει να επιδείξει μεγάλο έργο στο παρελθόν. Ο Νάιλον έχει μεγαλύτερη φιλμογραφία αλλά σαν παραγωγός, με μεγάλη συνεργασία με τον Νίκολας Κέιτζ την τελευταία δεκαετία (Rage, Pay The Ghost, Trust, USS Indianapolis και άλλα). Για τον Μπρούερ είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία, μετά το ντεμπούτο του με το Trust (2016), εκεί όπου συνεργάστηκε πρώτη φορά με τον Κέιτζ. Εδώ ο Μπρούερ φτιάχνει μια αρκετά ενδιαφέρουσα ταινία. Δεν δουλεύει πάντα αλλά δεν παύει να έχει αρετές.

 Η ατμόσφαιρα και οι ερμηνείες είναι μεγάλο πλεονέκτημα του Arcadian. Ο Κέιτζ δεν εμφανίζεται πάρα πολύ αλλά ερμηνευτικά είναι ο "σοβαρός" Κέιτζ, συμπαρασύροντας έτσι τους δύο νεαρούς συμπρωταγωνιστές του. Σε ότι αφορά την ατμόσφαιρα, έχεις έντονη την αίσθηση της υγρασίας που ποτίζει την περιοχή, ενώ το σκοτάδι όταν πέφτει, λόγω της έλλειψης ηλεκτρικού, είναι παχύ (κάτι που ταυτόχρονα αποτελεί και μειονέκτημα για τη φωτογραφία της ταινίας). Τα ψηφιακά εφέ χρησιμοποιούνται έξυπνα και τα -πρωτότυπα- τέρατα όταν εμφανίζονται είναι αρκετά ανατριχιαστικά.

 Ήδη αναφέραμε παραπάνω το πρόβλημα της αρκετά σκοτεινής φωτογραφίας, που ενώ από τη μία βοηθάει στο να μπούμε στον κόσμο των πρωταγωνιστών, από την άλλη είναι πολλές οι φορές που δυσκολεύεσαι να δεις όλα όσα συμβαίνουν στην οθόνη σου. Ένα ακόμα μειονέκτημα του Arcadian είναι η αργή εξέλιξη της δράσης. Έχει ένα πραγματικά δυνατό τελευταίο ημίωρο αλλά μέχρι να φτάσει εκεί, κινείται περισσότερο σαν δράμα χαρακτήρων, με εμβόλιμες ωστόσο μία- δύο πολύ καλές σκηνές αγωνίας.

 Φθηνή παραγωγή που προσέχει την κατανομή του προϋπολογισμού και τα καταφέρνει τελικά να δώσει κάτι ενδιαφέρον. Ο Κέιτζ και οι ερμηνείες των υπολοίπων βοηθούν αρκετά, το ίδιο και ο σχεδιασμός των τεράτων. Αν όμως αναζητάς εξηγήσεις για όλα συμβαίνουν στις ταινίες που παρακολουθείς, τότε εδώ δεν είναι η κατάλληλη στάση για εσένα.



Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

 

 

16.9.24

Rebel Ridge (2024) Netflix Review

 

 

Δράσης, αστυνομική, θρίλερ
Διάρκεια:131'

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

   Λίγο άρωμα "πρώτου" Ράμπο αναμιγμένο με σταγονίτσες από τον πρόσφατα επιτυχημένο τηλεοπτικό Reacher, φέρει η τελευταία δημιουργία του Τζέρεμι Σόλνιε, ενός δημιουργού που με είχε κάνει σχετική αίσθηση με τα Blue Ruin και Green Room. Η νέα του ταινία, Rebel Ridge, δεν ακολούθησε κινηματογραφικά μονοπάτια αλλά βρέθηκε κατευθείαν στο Νέτφλιξ και αυτό θέτει αυτόματα κάποιες προδιαγραφές στο μυαλό μας, κάτι που όμως νιώθω ότι δεν υπάρχει λόγος να αναφέρουμε συνεχώς όταν μιλάμε για ταινίες της συγκεκριμένης πλατφόρμας. Υπάρχουν κάποια δεδομένα στην παραγωγή σε ότι έχει να κάνει με το τεχνικό κομμάτι κυρίως, με αποτέλεσμα οπτικά οι ταινίες να μοιάζουν αρκετά. Από εκεί και πέρα είναι στο χέρι του κάθε σκηνοθέτη πως θα χειριστεί τα τεχνικά μέσα που έχει στα χέρια του.

 Το σενάριο που έγραψε ο ίδιος ο Σόλνιε, ακολουθεί τον Τέρι, έναν Αφροαμερικανό, ο οποίος πέφτει θύμα αστυνομικής βίας, την ημέρα που κουβαλά επάνω του τριάντα χιλιάδες δολάρια, τα οποία προορίζονται για την εγγύηση του αδερφού του. Αν το ποσό δεν κατατεθεί άμεσα, ο αδερφός του θα μετατεθεί σε μια πολύ επικίνδυνη για αυτόν φυλακή. Ο Τέρι ενώ βρίσκεται πάνω στο ποδήλατό του, θα χτυπηθεί από περιπολικό και στη συνέχεια θα του απαγγελθεί αβάσιμο κατηγορητήριο και φυσικά τα τριάντα χιλιάρικά του θα κατασχεθούν. Σύντομα ο ίδιος αφήνεται ελεύθερος αλλά δεν σκοπεύει να αφήσει τα χρήματα να χαθούν έτσι και θα κάνει ότι μπορεί-αρχικά με νόμιμα μέσα- για να τα διεκδικήσει πίσω. Η διαφθορά όμως στην τοπική αστυνομία και η μη διάθεση συνεργασίας θα τον αναγκάσουν να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα. Είπαμε ότι ο Τέρι είναι πρώην βετεράνος, ένας από τους ελάχιστους εξειδικευμένους εκπαιδευτές στη μάχη σώμα με σώμα και άλλα τέτοια όμορφα; Όχι, ε; Μπορείτε να φανταστείτε λοιπόν τη συνέχεια

  Ο Σόλνιε, που υπογράφει ο ίδιος και το σενάριο της ταινίας, μπαίνει από την πρώτη σκηνή στο ψητό. Μέσα σε λίγα λεπτά έχουμε κατανοήσει πλήρως το χαρακτήρα του Τέρι και βλέπουμε ξεκάθαρα τη διαφθορά στην τοπική αστυνομία αλλά και τα θέματα γραφειοκρατίας του συστήματος. Ο αρχηγός της αστυνομίας και τα τσιράκια του, δεν αργούν να γίνουν αντιπαθητικοί στο θεατή, ενώ ο Τέρι μας έχει στο πλευρό του από την πρώτη στιγμή.

 Οι ερμηνεία του πρωταγωνιστή, Άαρον Πίερ, είναι ιδανική και ο ίδιος έχει μια αρκετά επιβλητική παρουσία. Ο σωματότυπος του Πίερ μας πείθει για όσα γνωρίζουμε για το χαρακτήρα του αλλά το βλέμμα του είναι αυτό που οριστικά σφραγίζει τον ψυχισμό του Τέρι. Απέναντί του, ο Σόλνιε τοποθετεί τον Ντον Τζόνσον, από τον οποίο παίρνει μια πάρα πολύ καλή ερμηνεία, φτιάχνοντας έναν χαρακτήρα από αυτούς που γουστάρεις να μισείς.

 Χαρακτηριστικό των δύο ταινιών του Σόλνιε, που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, ήταν η εξαιρετική φωτογραφία τους. Εδώ, υπεύθυνος για τη φωτογραφία είναι ο Κολομβιανός, Νταβίντ Γκαγιέγκο, ο οποίος προσπαθεί να φτιάξει κάτι πιο κινηματογραφικό αλλά νομίζω ότι το Νέτφλιξ και η "υφή" που επιβάλει στις παραγωγές του, δεν τον αφήνουν να κάνει αυτό που εκατό τοις εκατό θέλει.

 Συνολικά το Rebel Ridge είναι μια αρκετά αξιόλογη ταινία. Δεν είναι τόσο ταινία δράσης αλλά περισσότερο αυτό που θα ονομάζαμε παλιότερα "αστυνομική ταινία". Έχει καλές ερμηνείες, έχει ενδιαφέρον σενάριο (με μερικές ενστάσεις εδώ) και είναι ικανό να σε κρατήσει εκεί για δύο ώρες.

 

 
 
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι



26.7.24

In A Violent Nature (2024) Review

 

 

Τρόμου
Διάρκεια: 94'

 

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

  Πως θα ήταν άραγε μια ταινία τρόμου, ένα σπλάτερ, αν κάποιος το γύριζε με την αισθητική του Τέρενς Μάλικ; Αν ολόκληρη η ταινία, ακόμη και οι βίαιες, αιματηρές σκηνές είχαν την κάμερα σταθερά στημένη απέναντι από το θύμα, χωρίς έντονα ηχητικά εφέ, χωρίς μουσική υπόκρουση και χωρίς καμία μοντέρνα τεχνική, από αυτές που οι ταινίες του είδους χρησιμοποιούν με το κιλό τα τελευταία χρόνια, πως θα ένιωθε άραγε ο θεατής; Αυτό το ερώτημα έρχεται να θέσει το In A Violent Nature κι ο θεατής καλείται να το απαντήσει.

 Μέσα στο δάσος, υπάρχει ένας πρόχειρος τάφος κάτω από ένα παλιό πυροσβεστικό παρατηρητήριο και πάνω από τον τάφο κρέμεται ένα παλιό μενταγιόν. Κάτω από το χώμα βρίσκεται εδώ και χρόνια το σώμα του Τζόνι, ενός νεαρού ψυχοπαθή που πριν από πολλά χρόνια προκάλεσε πανικό στην ντόπια κοινότητα. Το μόνο πράγμα που κρατά το πνεύμα του Τζόνι ήσυχο είναι το μενταγιόν, δώρο των γονιών του. Όταν το ενθύμιο θα αφαιρεθεί από τον τάφο από μια παρέα νεαρών, τότε το σώμα του Τζόνι θα βγει από το χώμα και θα αναζητήσει εκδίκηση.

 Αν κάποιος θέλει να δώσει μια σύντομη περιγραφή της ταινίας του Κρις Νας, θα μπορούσε να πει ότι έχει να κάνει με μια εκδοχή του Παρασκευή και 13 με προσέγγιση ανεξάρτητου Αμερικανικού κινηματογράφου, μια πιο "καλλιτεχνική" απόδοση του σπλάτερ, arthouse αισθητικής. Δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ γρήγορη κίνηση της κάμερας, το αντίθετο μάλιστα θα μπορούσες να πεις, η κάμερα στέκεται απέναντι  ή πίσω από Τζόνι και παρακολουθεί ή ακολουθεί τον δολοφόνο, ακούγοντας παράλληλα καθαρά τους διαλόγους των υπόλοιπων ηθοποιών. Ο Νας σκηνοθετεί έτσι την ταινία του, ώστε οι πρωταγωνιστές να είναι δύο. Ο Τζόνι και η φύση. Από τη μία οι σκληρές, βίαιες δολοφονίες και από την άλλη η απόλυτη αρμονία και ηρεμία της φύσης. Τα δέντρα, τα ποτάμια, οι λίμνες, τα βουνά κινηματογραφούνται εξαιρετικά και ηρεμούν το βλέμμα του θεατή, ενώ οι επιθέσεις του Τζόνι έρχονται να επαναφέρουν τη βία.

 Καμία ερμηνεία δεν πρόκειται να σας απασχολήσει εδώ. Κανένα πρόσωπο δεν θα σας μείνει, πέρα από την άψυχη μάσκα του Τζόνι. Ο Νας είπαμε ότι επιλέγει να κινηματογραφήσει από την πλευρά του δολοφόνου, οπότε όλα κινούνται γύρω από αυτόν και το φυσικό περιβάλλον. Ακόμα και όταν η κάμερα δείχνει τους ηθοποιούς, αυτοί φαίνονται απόμακροι και αδιάφοροι, όχι γιατί δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους αλλά γιατί αυτό θέλει η οπτική του σκηνοθέτη.

 Το In A Violent Nature αποτελεί εν τέλει μια ενδιαφέρουσα πρόταση αλλά όχι απαραίτητα μια ενδιαφέρουσα ταινία. Υπήρξαν στιγμές που πρέπει να ομολογήσω ότι κουράστηκα να ακολουθώ τον δολοφόνο ανάμεσα στα δέντρα, περιμένοντας να φτάσει κάπου. Με κούρασε επίσης η μεγάλη διάρκεια στατικών σκηνών, των φονικών ή όχι. Νομίζω ωστόσο ότι υπάρχει κοινό που θα εκτιμήσει περισσότερο την αισθητική της ταινίας αλλά δεν νομίζω ότι είναι αρκετό αυτό το κοινό ώστε να έχει η ταινία την απαραίτητη επιτυχία. Η ταινία προσπαθεί να απευθυνθεί σε δύο κόσμους που είναι συνήθως πολύ διαφορετικοί. Ο ένας είναι ο κόσμος των ταινιών τρόμου/σπλάτερ και ο άλλος είναι ο κόσμος των πιο σινεφίλ θεατών. 

 


 

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

 

 

10.6.24

Sous la Seine [Under Paris] (2024) Netflix Review


ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΣΗΚΟΥΑΝΑ


 

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

   Ο καρχαρίας έχει απασχολήσει ουκ ολίγες φορές τον κινηματογράφο, με κορωνίδα αλλά και πρωτοπόρο το κλασικό Jaws. Από τη δεκαετία του εβδομήντα και μετά μπορείς να βρεις πλήθος ταινιών που προσπάθησαν να κλέψουν κάτι από τη δόξα του δημιουργήματος του Στίβεν Σπίλμπεργκ αλλά και άλλες που προσπάθησαν να πουν πρωτότυπες ιστορίες. Η τελευταία προσθήκη στις πρωταγωνιστικές εμφανίσεις του τρομακτικού πλέον θηλαστικού έρχεται από τη Γαλλία και είναι μια ακόμα παραγωγή του Νέτφλιξ.

 Μία βιολόγος ερευνήτρια, η Σοφία Ασαλάς, παρακολουθεί με την ομάδα της την εξέλιξη ενός θηλυκού καρχαρία, που του έχουν δώσει το όνομα Λίλιθ. Η Λίλιθ φαίνεται να παρουσιάζει μια αφύσικη εξέλιξη και να μεγαλώνει σε μέγεθος πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο. Ενώ η ομάδα της βιολόγου μελετά τη Λίλιθ, αυτή παρουσιάζει έντονη επιθετικότητα και η αποστολή αποδεκατίζεται, με μόνη επιζήσασα τη Σοφία. Τρία χρόνια μετά, η Σοφία, θα έρθει ξανά αντιμέτωπη με τη Λίλιθ, σε ένα μέρος που δεν θα μπορούσε να φανταστεί. Ο τεράστιος καρχαρίας κάνει την εμφάνισή του στο Σηκουάνα, τον ποταμό που περνά μέσα από το Παρίσι, προσπαθώντας να προσαρμοστεί και να ζήσει σε αυτό το περιβάλλον, λόγω της τεράστιας μόλυνσης των ωκεανών.

 Δεν έχω ιδέα αν θα μπορούσε ένας καρχαρίας να ζήσει στην πραγματικότητα σε έναν ποταμό και δεν έχω ιδέα αν βασίζονται κάπου επιστημονικά όλα όσα αναφέρονται γύρω από τους καρχαρίες και την βιολογική εξέλιξη του είδους. Δεν είναι αυτή η ουσία στο Στα Βάθη του Σηκουάνα. Η ταινία προσπαθεί να εξετάσει τι θα μπορούσε να συμβεί σε ένα υποθετικό σενάριο, όπου ένα άγριο ζώο βρίσκεται σε ξένο περιβάλλον. Και αυτό το κάνει με διάθεση χαλαρή, στοχεύοντας κυρίως στη διασκέδαση του θεατή, δημιουργώντας συνθήκες τρόμου αλλά και σάτιρας. Οι δύο σκηνές, στις Κατακόμβες και στον αγώνα τριάθλου, είναι αρκετά καλοφτιαγμένες και πετυχαίνουν το στόχο τους έστω και αν δεν υπάρχει καμία δόση αληθοφάνειας σε όλο αυτό.

 Το σενάριο έχει σαφείς οικολογικές ανησυχίες, ξεκινώντας από τη μόλυνση των ωκεανών και φτάνοντας μέχρι το τελευταίο πλάνο της ταινίας που δείχνει πως θα μπορούσε να καταλήξει αυτή η προσπάθεια επιβίωσης των ειδών. Υπάρχει επίσης μια νεαρή ακτιβίστρια, η οποία θυμίζει έντονα το νεαρό κορίτσι από τη Σουηδία, την Γκρέτα Τούνμπεργκ, με τον σκηνοθέτη να δείχνει μάλλον την άποψή του για τη δράση της, στην σκηνή που εκτυλίσσεται στις Κατακόμβες.

 Σε ότι αφορά την σκιαγράφηση των χαρακτήρων, μην περιμένετε και πολλά πάντως εδώ. Η πρωταγωνίστρια, Μπερενίς Μπεζό, ενώ γενικά μου είναι μου είναι συμπαθής στις εμφανίσεις της, εδώ δεν με κέρδισε, γιατί παίρνει πιο σοβαρά απ' όσο χρειάζεται το ρόλο της, με αποτέλεσμα κάποιες δραματικές στιγμές της να βγάζουν κάτι αμήχανα κωμικό. Αντιθέτως, περισσότερο με κέρδισε η πιτσιρικά Λία Λεβιάν, η οποία φαίνεται να κατανοεί καλύτερα αυτό που ζητά ο ρόλος της, "πιάνοντας" την ειρωνία που της επιφυλάσσει η ... κατάληξη του χαρακτήρα. Στο άλλο άκρο, η Αν Μαριβάν, παίζει με εντελώς κωμική διάθεση την δήμαρχο του Παρισίου, η οποία δεν είναι διατεθειμένη λόγω του καρχαρία να σταματήσει το αθλητικό γεγονός και να χάσει την αναμενόμενη προσωπική προβολή, σεναριακή ιδέα που παραπέμπει ξεκάθαρα στο Jaws.

 Το περίεργο με το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι μπορεί να δουλέψει σε μεγάλη μερίδα θεατών και να χαρίσει μια αρκετά διασκεδαστική προβολή. Η αίσθηση της b-movie με λίγο πιο περιποιημένο περιτύλιγμα είναι αυτή που θα τραβήξει αρκετές ψυχές εκεί έξω που στηρίζουν χωρίς δεύτερη σκέψη ταινίες με τρελές ιδέες, έστω κι αν (όπως συμβαίνει κι εδώ) υπάρχουν ενδιάμεσα διαστήματα που εύκολα μπορούν να χαρακτηριστούν βαρετά. Άλλο τόσο βέβαια, το Στα Βάθη του Σηκουάνα, μπορεί να απογοητεύσει κάποιον που μπαίνει να δει μια πιο "φυσιολογική" ταινία και δεν είναι διατεθειμένος να αγνοήσει αρκετά σεναριακά ευρήματα. Προσωπικά βρέθηκα κάπου στη μέση, παρότι υπάρχει μια αγάπη για τις b-movies αλλά και για το Jaws.


 

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Filmy.gr

 

 

 

9.4.24

Trailer Time: MaXXXine και Cuckoo

 


 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

   Το τελευταίο διάστημα αποφεύγω να ασχοληθώ στο blog με νέα τρέιλερ και το σχολιασμό τους. Έπεσε όμως το μάτι μου πάνω σε δύο νέα ενδιαφέροντα τρέιλερ ταινιών τρόμου που φαίνονται αρκετά υποσχόμενες. Το πρώτο είναι το MaXXXine, που κλείνει την τριλογία του Τάι Γουέστ που ξεκίνησε με το X και συνεχίστηκε με το Pearl. Δεκαετία ογδόντα και η Μαξίν Μινξ, ηθοποιός σε ταινίες ενηλίκων ετοιμάζεται να κάνει τη μεγάλη είσοδο στο χώρο του κινηματογράφου. Πρέπει να αντιμετωπίσει όμως έναν κατά συρροή δολοφόνο που έχει βάλει στο μάτι τις νεαρές ηθοποιούς της βιομηχανίας. 

 Εκπληκτικό καστ ηθοποιών και και δύο προηγουμένες ταινίες που απέσπασαν καλές κριτικές, θέλουν να βάλουμε ψηλά τον πήχη για το MaXXXine.


 

 


 

Το δεύτερο τρέιλερ μας παρουσίαζει την ταινία Cuckoo. Ψυχολογικό θρίλερ τρόμου που φαίνεται να έχει και μεταφυσικά στοιχεία. Ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι βρίσκεται με την οικογένειά της σε ένα θέρετρο, τοποθετημένο σε ένα ειδυλιακό μέρος. Ο ιδιοκτήτης του μέρους φαίνεται όμως ότι κρύβει αρκετά πράγματα και σύντομα η νεαρή θα αρχίσει να τα ανακαλύπτει.

 Ένα ακόμα εξαιρετικό τρέιλερ, με δυνατά σημεία και μια ταινία με πολύ καλό καστ, με τον Νταν Στίβενς και τη νεαρή Χάντερ Σέιφερ να κλέβει την παράσταση.


2.4.24

The Tank (2023) Review

 

Τρόμου, Μυστηρίου
Διάρκεια: 100'

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

   Η αδιάκοπη αναζήτηση του CinEnoxos για νέες ένοχες κινηματογραφικές απολαύσεις συνεχίζεται με κόπο, αίμα και δάκρυα. Εντάξει, μπορεί όχι με τόσα δάκρυα αλλά σίγουρα με αρκετό αίμα επί της οθόνης. Σε αυτή την αναζήτηση δεν λέμε -σχεδόν- ποτέ όχι σε ταινίες τρόμου με σκοτεινά, απόκοσμα πλάσματα (τα γνωστά creature feature, που λέμε στο χωριό μου, στην Άρτα), είτε τα συνοδεύουν καλές κριτικές είτε όχι. Αρκεί να κάνει κλικ κάτι μέσα μας, γύρω από το θέμα, το τρέιλερ ή τους συντελεστές. Πολλές φορές πέφτουμε πάνω σε τρομερές μπαρούφες αλλά δεν το βάζουμε κάτω και συνεχίζουμε. Το νέο εύρημά μας ονομάζεται The Tank και ευτυχώς δεν αποδείχτηκε μπαρούφα ώστε να μετανιώσεις τη στιγμή που αποφάσισες να το παρακολουθήσεις. Είναι όμως κάτι το αξιόλογο για το είδος του; Για να δούμε.

 Ο Μπεν με τη γυναίκα του, Τζουλς, διατηρούν ένα κατάστημα κατοικίδιων ζώων αλλά είναι βουτηγμένοι στα χρέη. Η επίσκεψη ενός δικηγόρου που τους παραδίδει τους τίτλους ιδιοκτησίας ενός παραλιακού οικίσματος, που κληρονόμησε ο Μπεν από τη μητέρα του, φαίνεται να δίνει μια κάποια λύση στην οικογένεια, που αποφασίζει να μετακομίσει εκεί με την κόρη της. Εκεί αντικρίζουν ένα παρατημένο σπίτι, τοποθετημένο σε ένα υπέροχο αλλά απομακρυσμένο μέρος. Όσο ο Μπεν και η Τζουλς τακτοποιούν το μέρος ανακαλύπτουν διάφορα οικογενειακά μυστικά, που αποκαλύπτουν την αιτία θανάτου της μεγαλύτερης αδερφής του Μπεν σε νεαρή ηλικία, όσο ακόμα ζούσε στο μέρος αυτό με τους γονείς τους, αλλά και τους λόγους που κλόνισαν την ψυχική υγεία της μητέρας την ίδια περίοδο και ενώ ήταν έγκυος στον Μπεν. Κι ενώ οι πάντες θεωρούσαν ότι ο λόγος ήταν ο θάνατος της κόρης, η δεξαμενή νερού του οικήματος θα δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις.

 Στη σκηνοθεσία της ταινίας βρίσκουμε τον Σκοτ Γουόκερ, δέκα χρόνια μετά την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, The Frozen Ground, ένα ενδιαφέρον ψυχολογικό, αστυνομικό θρίλερ. Ο Γουόκερ φτιάχνει ατμόσφαιρα και μας δίνει μια συμπαθητική ταινία τρόμου, με αλλόκοτα πλάσματα, που ευτυχώς είναι δημιουργημένα με πρακτικά εφέ και που τα βλέπουμε ξεκάθαρα πια στο τελευταίο μέρος της ταινίας, που είναι και το καλύτερο, ακόμα κι αν δεν αποφεύγει πολλά κλισέ του είδους. Το κακό με την ταινία είναι ότι χάνει πολύ χρόνο προσπαθώντας σε αρκετές σκηνές στο δεύτερο μέρος να χτίσει αγωνία. Υπάρχουν σκηνές που κρατούν αρκετά και που έχουν αντίθετη επίδραση στον θεατή από αυτή που επιθυμεί ο σκηνοθέτης. Έτσι λοιπόν μια σκηνή που θέλει να δημιουργήσει σασπένς, δεν το καταφέρνει γιατί κρατά αρκετά λεπτά παραπάνω ώστε η αγωνία να έρχεται μεν αλλά σύντομα να χάνεται αυτό το συναίσθημα και να περιμένεις να προχωρήσεις παρακάτω λόγω της υπερβολικής χρήσης επαναλαμβανόμενων πλάνων και μοτίβων που δεν φαίνεται να οδηγεί κάπου.

 Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών δίνουν έναν έξτρα πόντο στο τελικό σύνολο αν και θα μπορούσαν να δώσουν παραπάνω. Η Λουσιέν Μπιουκάναν και ο Ματ Γουίλαν, χωρίς να είναι απολύτως ταιριαστοί, τα πάνε αρκετά καλά, όπως και η μικρούλα Ζάρα Νάουσμπαουμ, που υποδύεται την κόρη τους, όμως λίγο το σενάριο λίγο η αμήχανη καθοδήγηση στο δεύτερο μέρος, δεν παίρνουμε ακριβώς όσα φαίνεται ότι μπορούσαμε να πάρουμε.

 Ο άλλος πρωταγωνιστής της ταινίας είναι το(;) πλάσμα. Αρκετά καλοφτιαγμένο, με χαρακτηριστικά που θυμίζουν ένα άλλο πασίγνωστο κινηματογραφικό πλάσμα (ποιο άραγε;), εμφανίζεται φτιαγμένο με πρακτικά εφέ κι έναν ηθοποιό πίσω από τις κινήσεις του. Δεν είναι εντυπωσιακό γιατί δεν είναι ιδιαιτέρως πρωτότυπο αλλά την δουλειά του την κάνει.

 Τελικά το The Tank σε αφήνει στο τέλος σχεδόν ικανοποιημένο. Τι σημαίνει "σχεδόν ικανοποιημένο" θα μου πεις; Το καλό στήσιμο του πρώτου μέρους, διαδέχεται το μέτριο δεύτερο ενώ ακολουθεί το τρίτο και τελευταίο μέρος που δίνει στην ουσία αυτό που περιμένεις. Η τελική γεύση λοιπόν είναι αυτή που μένει από το τρίτο μέρος, οπότε νιώθεις ότι παρά το όχι τόσο γευστικό δεύτερο ημίωρο, στο τέλος παίρνεις μια ικανοποίηση. Σχεδόν ικανοποιημένος, λοιπόν. Δεν θα περιμένω με αγωνία τη συνέχεια, που ξεκάθαρα στήνεται με μια σκηνή ενδιάμεσα στους τίτλους τέλους, αλλά δεν θα αδιαφορήσω κιόλας.


Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

 

 

28.2.24

The Shepherd (2008) Review

 

Ο ΦΡΟΥΡΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

The Shepherd (2008) Review Cinenoxos
Δράσης, Θρίλερ
Διάρκεια: 95'

 

 

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

   Το 2008 είναι μια περίεργη χρονιά για τον Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ. Η καριέρα του κάποτε υπολογίσιμου ονόματος στα ταμεία των κινηματογράφων, ήρωα ταινιών δράσης, έχει περάσει σχεδόν αποκλειστικά σε ταινίες που πάνε κατευθείαν στην αγορά των DVD. Εκείνη τη χρονιά, ο Ζαν Κλοντ, δίνει την καλύτερη ερμηνεία του στο JCVD και το όνομά του αρχίζει να συζητιέται και πάλι μετά από αρκετά χρόνια κατηφορικής πορείας, δημιουργώντας μια μικρή αναλαμπή σε μια καριέρα που φαινόταν δύσκολο να επιστρέψει στα μεγαλεία της αρχής της δεκαετίας του 1990. Το 2011 θα έχει συμμετοχή στη συνέχεια του Kung Fu Panda ενώ θα δώσει τα ρέστα του το 2012 ως αντίπαλος των Αναλώσιμων στην καλύτερη ταινία του franchise. Από εκεί κι έπειτα φροντίζει να παίζει σε σχετικά πιο αξιοπρεπείς ταινίες δράσης αλλά ποτέ κάτι ιδιαίτερο.

 Δεν τελειώσαμε όμως με το 2008. Μπορεί εκείνη τη χρονιά να κυκλοφόρησε το JCVD αλλά την ίδια χρονιά είδαμε και μια ακόμα ταινία δράσης από αυτές τις "δεύτερες" που έπαιζε ο Βαν Νταμ από της αρχές σχεδόν της δεκαετίας. Το The Shepherd ανήκει στις οριακά ανεκτές από αυτές.

 Ο Τζακ Ρομπιντό, πρώην αστυνομικός στη Νέα Ορλεάνη, ξεκινά να εργάζεται στη συνοριοφυλακή του Νέου Μεξικού, σε μια μικρή πολή, όπου γίνεται λαθρεμπόριο ναρκωτικών από τα σύνορα του Μεξικού. Εκεί την επιχείρηση έχει στήσει μια ομάδα πρώην στρατιωτικών της Αμερικανικής κυβέρνησης και φυσικά ο φίλος ο Ρομπιντό δεν είναι διατεθειμένος να τους αφήσει να συνεχίσουν τις δουλειές τους.

 Σκηνοθέτης εδώ είναι ο Ισαάκ Φλορεντάιν, ο οποίος είναι καλός σκηνοθέτης δράσης αλλά δεν μπορείς να τον πεις καλό σκηνοθέτη γενικά. Στην δράση και κυρίως στις μονομαχίες σώμα με σώμα δείχνει κι εδώ τις ικανότητές του αλλά ενδιάμεσα από τις σκηνές δράσης δεν καταφέρνει να ισορροπήσει τις υπόλοιπες θεματικές. Παρ'ολ'αυτά ο Φλορεντάιν ξεκινά με μια αρκετά καλά γυρισμένη αγωνιώδης σκηνή, που σε ιντριγκάρει για τη συνέχεια αλλά όπως και αρκετές μονομαχίες στη συνέχεια της ταινίας, δεν εξυπηρέτει στην εξέλιξη της πλοκής. Τι εννοώ με αυτό. Γενικότερα στις καλές ταινίες δράσης και συγκεκριμένα αυτές που μπλέκουν και πολεμικές τέχνες μέσα, θα παρατηρήσετε ότι οι σκηνές μάχης σώμα με σώμα των πρωταγωνιστών με τους αντιπάλους τους, αντικαθιστούν τους διαλόγους, συνεισφέροντας έτσι στην εξέλιξη της πλοκής. Εδώ αρκετές από αυτές τις σκηνές υπάρχουν απλώς για επίδειξη των ικανοτήτων του Βαν Νταμ και του σκηνοθέτη αλλά με μηδαμινή προσφορά στην πλοκή. Ξεκάθαρη εξαίρεση αποτελεί φυσικά η πάρα πολύ καλή τελική μάχη με τον επίσης πολύ καλό ηθοποιό του είδους, Σκοτ Άντκινς.

 Το σενάριο θέλει να βάλει τον ήρωά του να περνά ένα προσωπικό δράμα που εξηγεί την εμπλοκή του στο κυνήγι των εμπόρων ναρκωτικών αλλά ούτε ο Βαν Νταμ ούτε ο σκηνοθέτης φαίνεται να μπορούν να το υποστηρίξουν ικανοποιητικά. Το χεράκι τους εδώ βάζουν φυσικά και οι πολύ κακοί διάλογοι, που έχεις την αίσθηση ότι έγιναν αντιγραφή-επικόλληση στο σενάριο από διάφορες ταινίες του είδους, στερόντας οποιαδήποτε συνοχή στην συμπεριφορά των περισσότερων χαρακτήρων.

 Τι μένει λοιπόν από το The Shepherd;

 Μερικές καλογυρισμένες σκηνές δράσης όπου ο Φλορεντάιν στήνει την κάμερα σταθερά απέναντι από τους ηθοποιούς, αφήνοντας μας να βλέπουμε καθαρά όσα συμβαίνουν στην οθόνη, με αποκορύφωμα την τελευταία μονομαχία ανάμεσα στον Βαν Νταμ και τον Άντκινς. Πέρα από αυτά μην περιμένετε κάτι άλλο. Είπαμε ότι ανήκει στις πιο ανεκτές από τις "δεύτερες" περιπέτειες του Βέλγου αλλά μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για ταινίες οι οποίες ήταν στην πλειοψηφία τους αρκετά κακές.


Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Filmy.gr



15.2.24

The Infernal Machine (2022) Review

 

ΤΟ ΜΗΧΑΝΗΜΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ

Μυστηρίου, Θρίλερ
Διάρκεια: 111'

 

 

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

   Ο Γκάι Πιρς είναι από τους εξαιρετικούς ηθοποιούς της γενιάς του, που ωστόσο δεν έγινε ποτέ αυτό που λες "μεγάλος αστέρας". Στο πέρασμα των τελευταίων τριών δεκαετιών τον βλέπουμε σε αρκετούς δεύτερους ρόλους και λιγότερες φορές σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Εδώ που τα λέμε, έχω την αίσθηση ότι αν ρωτήσεις κάποιον σε ποια ταινία θυμάται τον Πιρς να πρωταγωνιστεί, θα πάει πολύ πίσω, στην εποχή του Μεμέντο, εποχή που ο Πιρς ήταν πολύ κοντά στο να ξεφύγει το άστρο του αλλά αυτό δεν συνέβη τότε. Ο Πιρς λοιπον παρέμεινε ένας πάρα πολύ καλός ηθοποιός που έπαιρνε πρώτους ρόλους σε μικρότερες συνήθως παραγωγές αλλά δεν σταμάτησε να εμφανίζεται σε δεύτερους ρόλους σε μεγαλύτερες παραγωγές. Η νέα ταινία που πρωταγωνιστεί ο Γκάι Πιρς, έχει τον τίτλο The Infernal Machine, είναι μια μικρή αλλά αξιοπρεπής παραγωγή και ο πρωταγωνιστής της είναι το καλύτερο "πράγμα" που έχει να επιδειξεί.

 Ο Μπρους Κόγκμπερν είναι ένας συγγραφέας που έχει γράψει μόνο ένα βιβλίο κι αυτό πριν από περίπου τριάντα χρόνια. Το βιβλίο ονομάζεται The Infernal Machine και προκάλεσε σάλο στην εποχή του, φθάνοντας μάλιστα να απαγορευτεί σε πολλές πολιτείες και να αποσυρθεί από τα ράφια των βιβλιοπωλείων για κάποιο διάστημα. Ο λόγος ήταν η σφαγή σε ένα πανεπιστήμιο της χώρας, από κάποιον που αναφέρει ότι επηρρεάστηκε από το βιβλίο του Κόγκμπερν. Σήμερα ο συγγραφέας ζει απομονωμένος αλλά εδώ και αρκετό καιρό λαμβάνει γράμματα από κάποιον επίμονο θαυμαστή, που του ζητά να συνεχίσει το έργο του. Σύντομα ο Κόγκμπερν θα συνειδοτοποιήσει ότι δεν έχει να κάνει απλώς με έναν φανατικό αλλά με κάποιον που φαίνεται να ξέρει περισσότερα πράγματα για το παρελθόν του και που έχει στήσει ένα πολύ περίεργο παιχνίδι για να τον προσεγγίσει.

 Ο όρος "βραδεία καύση" ταιριάζει αρκετά στην ταινία και η αλήθεια είναι ότι όσο διατηρεί αυτούς τους αργούς ρυθμούς, βασίζεται στην ερμηνεία του Πιρς και δίνει μικρά στοιχεία ανά τακτά χρονικά διαστήματα, καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον σου. Εκεί που χάνει πόντους η ταινία είναι όσο πλησιάζει προς το φινάλε και δείχνει πόσο μεγάλο είναι αυτό που έχει στηθεί γύρω από τον συγγραφέα. Ενώ οι αποκαλύψεις έχουν ενδιαφέρον και το ταξίδι του ήρωα έχει συνέπεια με βάση τον χαρακτήρα και τα λεγόμενά του, υπάρχει μια τεράστια δόση υπερβολής στο τελευταίο κομμάτι της ταινίας, που νιώθεις ότι θέλει απλώς να εντυπωσιάσει τον θεατή. Ο θεατής όμως που βρίσκει ενδιαφέρουσες τις δύο πρώτες πράξεις, είναι διαφορετικός από τον θεατή που θα τον κερδίσει η τελευταία πράξη. Τον δεύτερο τον έχεις χάσει ούτως ή άλλως από την αρχή. Γιατί να μην κάνεις καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη την εμπειρία για τον πρώτο;

 


 

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Filmy.gr

 


8.2.24

The Wisher (2002) Review


ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

The Wisher Movie Review CinEnoxos

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

  Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Γουές Κρέιβεν ανανέωσε το είδος του θρίλερ τρόμου, με το σατιρικό Scream του. Η κληρονομιά που άφησε το Scream μια χαρά κρατάει μέχρι σήμερα ενώ δεν ήταν λίγες οι ταινίες που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την επιτυχία του Γουές Κρέιβεν, άλλες με έξυπνο τρόπο ενώ άλλες με ... όχι και τόσο έξυπνο τρόπο. Μία από αυτές που ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, είναι το The Wisher.

 Γυρισμένο το 2002, το φιλμ που σκηνοθέτησε ο Γκάβιν Γουάιλντινγκ, κυκλοφόρησε την περίοδο που γενικά τα slasher νεανικά φιλμ είχαν ακόμα σχετική πέραση, ενώ το Scream 3 είχε βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες μόλις δύο χρόνια πριν. Αν κι εδώ που τα λέμε οι ταινίες τρόμου που απευθύνονται περισσότερο σε νεανικό κοινό δεν έχουν σταματήσει ποτέ να κάνουν επιτυχία, απλώς εκείνη την εποχή ήταν μαζικότερες οι παραγωγές από τα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ. Το The Wisher όμως δεν έχει ένα μεγάλο στούντιο πίσω του και μέσα σε όλα τα άλλα μειονεκτήματά του φαίνεται και ο μικρότερος προϋπολογισμός της παραγωγής, χωρίς όμως αυτό να είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά του. Ποιο ή ποια είναι το μεγαλύτερα προβλήματά του; Πάμε να πούμε δυο λόγια για την πλοκή και θα επανέρθουμε σε αυτό.

 Η Μαίρη είναι μια έφηβη, η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα υπνοβασίας και μετά από έντονους εφιάλτες βρίσκεται στη μέση του δρόμου, κινδυνεύοντας κάθε φορά η ζωή της. Μια φαρμακευτική αγωγή που της έχει χορηγηθεί μπορεί να τη βοηθήσει ώστε να κοιμάται ήρεμα αλλά η Μαίρη δεν δέχεται να την ακολουθήσει. Οι γονείς και ο ψυχολόγος του σχολείου θεωρούν ότι αυτό που προκαλεί το πρόβλημα στη Μαίρη είναι ο εθισμός της στις ταινίες τρόμου, η ίδια όμως δεν συμμερίζεται την άποψή τους καθώς πιστεύει ότι κάτι πιο μεταφυσικό κρύβεται πίσω από τις υπνοβασίες της. Αυτή την ιδέα της θα την ενισχύσει ένα περίεργο περιστατικό που αργότερα θα επαναληφθεί. Η νεαρή εύχεται να μην υπήρχε ο πατριός της και το ίδιο βράδυ βρίσκεται νεκρός μετά από αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Κι άλλοι θάνατοι θα ακολουθήσουν μετά από ευχές της κοπέλας και η Μαίρη θα αποδώσει τα περιστατικά σε μια φιγούρα που μοιάζει με τον κακό μιας νέας ταινίας τρόμου, που έχει κάνει τρομερή επιτυχία, και ονομάζεται The Wisher. Η Μαίρη υποστηρίζει ότι έχει δει το πλάσμα έξω από το σπίτι της να την παρακολουθεί αλλά κανείς δεν την πιστεύει.

 Μια ταινία μέσα στην ταινία, περίεργα όνειρα, ένας δολοφόνος με μεταλλικά γαμψά νύχια, έφηβοι που προσπαθούν να ξεφύγουν από αυτόν και τι άλλο να γράψω για να βρεις τις ομοιότητες με κάποιες κλασικές πια ταινίες τρόμου. Πέρα από το Scream, το The Wisher δεν διστάζει να κλέψει λίγο ακόμα από τη φιλμογραφία του Γουές Κρέιβεν και να βάλει και "κάτι τις" από Nightmare on Elm Street στην υπόθεσή του. Νομίζω μια σημερινή έκφραση που μπορεί να περιγράψει εκατό τοις εκατό το The Wisher είναι το "Scream από τα Lidl". Κυλάνε όλα παντελώς αδιάφορα στην οθόνη σου. Από τη χρωματική παλέτα, τα σκηνικά, τις ερμηνείες, την δράση, δεν υπάρχει κάτι που να μπορείς να πεις ένα καλό λόγο. Το χειρότερο είναι ότι δεν φαίνεται να κατέληξαν ποτέ οι δημιουργοί στο αν αυτό που έφτιαξαν θα έχει χαρακτήρα σάτιρας, θα είναι ένα πιο σοβαρό νεανικό θρίλερ ή θα είναι κάτι με στοιχεία μεταφυσικά. Τα κάνει λοιπόν όλα αυτά αλλά τα κάνει πολύ κακά.

 Το The Wisher θα μπορούσε να μπει στην φανταστική στήλη του CinEnoxos που θα είχε τίτλο Fast Forward. Μπορείς άνετα να προσπερνάς ολόκληρα δεκάλεπτα και να παρ'όλ' αυτά να καταλαβαίνεις απόλυτα τι συμβαίνει, πράγμα που λίγο νόημα έχει καθώς διάφορες υποπλοκές και θεματικές υπάρχουν στο σενάριο χωρίς τίποτα να έχει σημασία. Το είδα, με την υποψία του ότι θα μπορούσε εδώ να ανακαλυφθεί κάτι που έχει πιθανότητες με διάφορους τρόπους να είναι "καλό" αλλά (για άλλη μια φορά) έπεσα έξω.



Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

 

 

 

20.11.23

Desperation Road (2023) Review

 

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΞΙΛΕΩΣΗΣ

Desperation Road (2023) Movie Review Cinenoxos
Δραματική, Θρίλερ
Διάρκεια: 112'

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

 Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω γιατί οι εταιρείες κινηματογραφικών παραγωγών επιμένουν να προμοτάρουν δραματικές ταινίες σαν αστυνομικά θρίλερ δράσης. Δηλαδή καταλαβαίνω τον λόγο αλλά θεωρώ ότι περισσότερο κόσμο θα χάσεις από τη διαφήμιση από στόμα σε στόμα, όταν το κοινό θα μπει να δει τον Μελ Γκίμπσον (στην περίπτωση του Desperation Road) να κυνηγάει κακούς με την καραμπίνα του και τελικά θα δει ελάχιστα τον Μελ και σχεδόν καθόλου δράση. Μια ματιά στην αφίσα της ταινίας, θα σε βοηθήσει να καταλάβεις το συλλογισμό μου, καθώς το Desperation Road είναι μια δραματική ταινία με στοιχεία θρίλερ, προς το τέλος της, αλλά αρκετά αργή και χαμηλών τόνων. Απευθύνεται λοιπόν σε πολύ διαφορετικό κοινό από αυτό που θα τραβήξει η αφίσα.

 Η ταινία που σκηνοθέτησε η Ναντίν Κρόκερ, είναι βασισμένη σε μυθιστόρημα του Μάικλ Φάρις Σμιθ, συγγραφέα που μεγάλωσε στον Αμερικανικό Νότο και εδώ στήνει την ιστορία του σε αυτόν. Μια άστεγη μητέρα με την εφτάχρονη κόρη της προσπαθεί να φτάσει σε μια μικρή πόλη της πολιτείας του Μισισσιπή. Η μητέρα θα πέσει θύμα βιασμού από έναν ντόπιο αστυνομικό, τον οποίο και θα σκοτώσει με το υπηρεσιακό του περίστροφο και αμέσως μετά θα το σκάσει με την κόρη της. Σε μια άλλη άκρη της πόλης, ο Ράσελ, επιστρέφει σπίτι του αφού εξέτησε την επταετή φυλάκισή του, όταν επτά χρόνια πριν σκότωσε κάποιον ενώ οδηγούσε υπό την επήρρεια αλκοόλ. Οι διαδρομές των δύο ανθρώπων θα ενωθούν και η ζωή φαίνεται να τους δίνει ευκαιρία να εξιλεωθούν, ο καθένας για τα δικά του πάθη.

 Καθαρό, ήπιων τόνων, δράμα, από αυτά που συναντάς στον ανεξάρτητο Αμερικανικό κινηματογράφο. Τα πρώτα λεπτά της ταινίας είναι αρκετά σκληρά καθώς δείχνουν την απόγνωση της πρωταγωνίστριας, μιας άστεγης που προσπαθεί να βρει χρήματα για να συντηρήσει το ανήλικο παιδάκι που έχει μαζί της ενώ παρακολούθουμε στην οθόνη μας κι έναν βιασμό. Γενικά η σύσταση των πρωταγωνιστών στον θεατή βοηθά στο να καταλάβει αρκετά από αυτά που χρειάζεται. Ωστόσο, δυστυχώς η αφήγηση της Κρόκερ και η ανάλυση χαρακτήρων από εκεί κι έπειτα δεν έχει την ίδια επίδραση. Βλέπεις ανθρώπους οι οποίοι πραγματικά είναι κατεστραμένοι και μπορείς να το νιώσεις, όμως όχι χάρη στο σενάριο και την αφήγηση αλλά κυρίως χάρη στις ερμηνείες της πλειοψηφίας των ηθοποιών.

 Το Desperation Road κυκλοφόρησε ταυτόχρονα στο διαδίκτυο και σε ελάχιστες αίθουσες στην Αμερική. Από εκεί καταλαβαίνεις ότι η εταιρεία παραγωγής δεν είχε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της ταινίας αλλά πάντα έχεις τις επιφυλάξεις σου να δεν δεις ο ίδιος με τα μάτια σου. Εδώ λοιπόν δεν κατάφερα να βρω ένα διαμαντάκι όπως ήλπιζα αλλά ένα αδύναμο δράμα χαρακτήρων.


 

Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
Filmy.gr

 

 

 

8.11.23

The Royal Hotel (2023) Review

 

Θρίλερ
Διάρκεια: 91'

 

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

 Μια παμπ στη μέση στη μέση του πουθενά, στην αχανή Αυστραλιανή ύπαιθρο, γίνεται το σκηνικό για το κοινωνικό θρίλερ που σκηνοθετεί η Κίτι Γκριν, η οποία έγραψε το σενάριο μαζί με τον Όσκαρ Ρέντινγκ. Το ανατριχιαστικό στην περίπτωση του The Royal Hotel είναι ότι βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τα οποία περιγράφονται στο ντοκιμαντέρ, Hotel Coolgardie, που γυρίστηκε το 2016.

  Δύο νεαρές τουρίστριες ξεμένουν από χρήματα ενώ βρίσκονται διακοπές στην Αυστραλία και αποφασίζουν να πιάσουν δουλειά για λίγες ημέρες σε μια παμπ, η οποία βρίσκεται κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά. Το μέρος εξυπηρετεί κυρίως τους μεταλλωρύχους που εργάζονται στην περιοχή και μερικούς ακόμα ντόπιους. Τα δύο κορίτσια θα έρθουν αντιμέτωπα με μια διαφορετική πάστα ανθρώπων από αυτές που είχαν συνηθίσει να συναναστρέφονται και διάφορα περίεργα περιστατικά δεν θα αργήσουν να εξελιχθούν σε σκηνικά βίας.

  Ενδιαφέρον το θρίλερ που μας δίνει η Κίτι Γκριν. Μέσα από το σκηνικό της απόλυτης ερημιάς, στο οποίο βρίσκεται η παμπ, οι θαμώνες εμφανίζονται το βράδυ, έτοιμοι να κοινωνικοποιηθούν αλλά με έναν δικό τους τρόπο. Τα άγρια ένστικτα δεν αργούν να βγουν στην επιφάνεια, με τη βοήθεια του αλκοόλ, ενώ φαίνεται ότι τα περισσότερα προκαλούνται από την μοναξιά, την έλλειψη συντροφικότητας και την αδυναμία συναναστροφής με τον “έξω κόσμο”. Τα δύο κορίτσια έρχονται από εκεί και αυτό τα τοποθετεί αυτόματα στη θέση του θηράματος για τους κυνηγούς που βρίσκονται έξω από τη μπάρα.

  Οι ερμηνείες των Τζούλια Γκάρνερ (κυρίως) και Τζέσικα Χένγουικ εξυπηρετούν απόλυτα την αφήγηση της Γκριν, που αφήνει στις ερμηνείες τους να βγει ανά διαστήματα και μια έντονα ανησυχητική αμηχανία για όλα αυτά που βλέπουν γύρω τους. Στο ρόλο του ιδιοκτήτη της παμπ βρίσκουμε τον Χιούγκο Γουήβινγκ, τον οποίο ομολογώ ότι προσπάθησα πολύ να αναγνωρίσω, καθώς είναι ένας πραγματικά αντιπαθής, διαλυμένος από τη ζωή, τύπος.

  Το The Royal Hotel πατάει σε μοτίβα που έχουν απασχολήσει και στο παρελθόν το Αυστραλιανό σινεμά (Wolf Creek, Outback). Δεν είναι τόσο mainstream όσο φαίνεται. Είναι πιο αργό στην εξέλιξή του και βγάζει όλη την ένταση στα τελευταία δέκα πέντε λεπτά κι εκεί όχι απαραίτητα με τον τρόπο που το κοινό περιμένει να εξελιχθεί ένα θρίλερ του σήμερα


 

 

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Filmy.gr

 

 

 

.


 

13.10.23

The Nun II (2023) Review

 

Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ II

The Nun II Review
Τρόμου
Διάρκεια: 110'

 

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

 Γιατί βρε παιδί μου τόσο σκληρές οι κριτικές για αυτό το δεύτερο μέρος της Καλόγριας; Γιατί δεν φαίνεται να αναγνωρίζει η πλειοψηφία εκεί έξω τα θετικά αυτής της συνέχειας μιας όντως μέτριας ταινίας τρόμου; Αρκετά προβληματίστηκα βλέποντας το The Nun II, όταν συνειδητοποίησα ότι από τις πρώτες σκηνές, παρακολουθούσα κάτι που στα μάτια μου ήταν φανερά πιο κινηματογραφικό και προσεγμένο σε όλα τα επίπεδα αλλά κάτι εμποδίζει τους ανθρώπους που ασχολούνται με τις κινηματογραφικές κριτικές, κυρίως τους επαγγελματίες, να εκφραστούν θετικά για αυτό που βλέπουν. Έχω την αίσθηση ότι ζητάμε πάντα πολύ περισσότερα από τις ταινίες τρόμου ώστε ακόμα κι όταν έχουμε ένα κλασικής μορφής μεταφυσικό, θρησκευτικό θρίλερ τρόμου, μια ταινία όπως ετούτη για την οποία μιλάμε τώρα, δυσκολευόμαστε να κάτσουμε χαλαρά στο κάθισμά μας και να το δεχτούμε ως τέτοιο. Ως κάτι που δεν επιθυμεί να φέρει κοσμογονικές αλλαγές στο είδος αλλά ως κάτι που σέβεται το παρελθόν του είδους και κινείται σε γνώριμα μονοπάτια, με αρκετό σεβασμό όμως στο θεατή αλλά και στο μέσο που υπηρετεί.

 Ο δαίμονας Βάλακ κατοικεί πια στο σώμα του Μορίς, του Φρέντσι, που είχαμε δει στην πρώτη ταινία, και μέσω αυτού καταφέρνει να φτάσει στη Γαλλία, εκεί όπου φαίνεται ότι κάτι αναζητά. Το Βατικανό θα επιστρατεύσει ξανά την Αδελφή Ιρένε, χωρίς τον πάτερ Μπερκ, ο οποίος πληροφορούμαστε ότι έχει πεθάνει, ώστε να αντιμετωπίσει για άλλη μια φορά τον δαίμονα, σε μια ιστορία που όσο το κουβάρι της ξετυλίγεται, μας γίνεται φανερό ότι υπάρχει και κάτι πιο προσωπικό για την Αδελφή και την αναζήτηση του δαίμονα.

 Ο Μάικλ Τσάβες αναλαμβάνει εδώ τη σκηνοθεσία, ο οποίος φαίνεται να χαίρει της εμπιστοσύνης του Τζέιμς Γουάν, καθώς σκηνοθέτησε το τρίτο κεφάλαιο του The Conjuring και μια ακόμα παραγωγή του Γουάν, το The Curse Of La Llorona. Εδώ, ο Τσάβες φαίνεται να θέλει να θυμίσει οπτικά τις ταινίες θρησκευτικού τρόμου της δεκαετίας του 1970, τόσο με τα χρώματα της εικόνας όσο και με τη χρησιμοποίηση της κάμερας. Καταφέρνει να δώσει δύο πολύ δυνατές σκηνές με εξαιρετική εικονογραφία ενώ υπάρχουν και μία δύο ουσιαστικά τρομακτικές σκηνές, με την Καλόγρια να εμφανίζεται εδώ πιο τρομακτική και απειλητική. Προφανώς δεν λείπουν τα απότομα τρομάγματα ούτε και μερικές σεναριακές ευκολίες αλλά ομολογώ ότι τίποτα από αυτά δεν με πέταξε εκτός ατμόσφαιρας.

 Αν στην πρώτη ταινία δεν είχαμε γράψει τα καλύτερα για τον Γιόνας Μπλοκέτ, που υποδύεται τον Μορίς, στο σίκουελ πρέπει να τον αναφέρω πρώτο, καθώς θεωρώ ότι η ερμηνεία του εδώ είναι η καλύτερη στην ταινία. Σίγουρα του ζητούνται περισσότερα εδώ και σίγουρα ο Μπλοκέτ φροντίζει να αρπάξει την ευκαιρία. Η Τάισα Φάρμιγκα εξακολουθεί να είναι συνεπής και φροντίζει να δώσει μια πιο εσωτερική ερμηνεία καθώς και στο χαρακτήρα της το γράψιμο είναι σαφώς καλύτερο.

 Όπως καταλαβαίνετε, το δεύτερο μέρος του Η Καλόγρια, με βρήκε να στέκομαι πολύ θετικά απέναντί της. Ο Τσάβες δείχνει ότι μπορεί να χειριστεί αυτές τις ιστορίες (και στο La Llorona υπήρχαν κάποια δείγματα-δεν έχω δει το τρίτο μέρος του The Conjuring για να έχω άποψη) και δίνει μια κλασικής μορφής ιστορία θρησκευτικού τρόμου, ναι μεν χωρίς κάτι συνταρακτικά νέο και διαφορετικό αλλά με αρκετά ωραία αισθητική. Αξιοπρεπές.



Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Filmy.gr



7.10.23

The Nun (2018) Review


Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ

Τρόμου
Διάρκεια: 96'

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

 Ήταν λίγο μετά την κυκλοφορία του The Conjuring 2, που ο Τζέιμς Γουάν και οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι με την ταινία, κατάλαβαν τη δύναμη που είχε η δαιμονική καλόγρια και έβαλαν ολοταχώς πλώρη για τη δική της ταινία. Λίγο καιρό μετά και βλέποντας τους συντελεστές αλλά διαβάζοντας και μια σύνοψη του σεναρίου, σκέφτηκα ότι οι πιθανότητες να δούμε κάτι αρκετά καλό δεν είναι λίγες. Είδικα το όνομα του Κόλιν Χάρντι στη σκηνοθεσία το θεώρησα μεγάλο συν καθώς είχα παρακολουθήσει πρόσφατα το The Hallow, μια ενδιαφέρουσα ταινία μεταφυσικού ψυχολογικού τρόμου, που φανέρωνε έναν σκηνοθέτη με άποψη πάνω στο είδος. Από την άλλη, η ιστορία του The Nun άφηνε πολυ χώρο για να δημιουργηθεί κάτι καλό. Ένας αρχαίος δαίμονας, ένα μοναστήρι στα Καρπάθια, μια νεαρή υποψήφια μοναχή με μεταφυσικά χαρίσματα κι ένας εξορκιστής από το Βατικανό, δίνουν ήδη αρκετή τροφή για τη συγγραφή ενός ενδιαφέροντος σεναρίου.

 Η ιστορία μας ξεκινάει στη Ρουμανία, στα Καρπάθια, σε ένα μοναστήρι, εκεί που δύο μοναχές τρέχουν να ξεφυγούν από κάτι που φαίνεται να τις κυνηγάει. Σύντομα καταλήγουν και οι δύο νεκρές, με έναν νεαρό, υπεύθυνο για την τροφοδοσία της μονής να βρίσκει κρεμασμένη τη μία, από το καμπαναριό. Από τη Ρώμη και το Βατικανό, αναθέτουν την εξερεύνηση των θανάτων στον έμπειρο εξορκιστή, Πάτερ Μπερκ, ζητώντας του να πάρει μαζί του για βοήθεια την Αδελφή Ιρέν, μια νεαρή μοναχή με ιδιαίτερα ψυχικά χαρίσματα, που θα βοηθήσει στις έρευνες. Οι δυο τους φθάνουν στα Καρπάθια κι εκεί θα έρθουν αντιμέτωποι με έναν πολύ ισχυρό αρχαίο δαίμονα, που οι μοναχές προσπαθούσαν να φυλακίσουν.

 Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Χάρντι με τον διευθυντή φωτογραφίας του δεν είναι αρκετή για να καλύψει τα αρκετά σεναριακά κενά που αφήνει το γράψιμο των Τζέιμς Γουάν και Γκάρι Ντάουμπερμαν. Όσο κι αν στις σημερινές ταινίες τρόμου προσπαθώ να αφήνω λίγο στην άκρη τα σεναριακά ατοπήματα ώστε να είμαι πιο επιεικής μαζί τους, εδώ δυστυχώς είναι αρκετά τα ερωτήματα που γεννά το σενάριο. Ο Χάρντι λοιπόν βασίζεται σε αυτή την ατμόσφαιρα που έχει φτιάξει, σε μερικές έξυπνα τρομακτικές σκηνές στο ενδιάμεσο και στο ωραία δοσμένο οπτικά τελευταίο εικοσάλεπτο, με τη μορφή της Καλόγριας αλλά και την απεικόνιση των μοναχών να είναι τα στοιχεία που κλέβουν την παράσταση.

 Κρίμα. Θα μπορούσαμε να έχουμε μια καλή ταινία τρόμου αλλά το σενάριο και μερικά άσκοπα jump scares, προδίδουν την καλή δουλειά που έχει σε άλλους τομείς της παραγωγής. Αν δεν μπορείς να δώσεις σωστά το υπόβαθρο των πρωταγωνιστών σου και να δικαιολογήσεις τις πράξεις τους, τότε καλύτερα μην ασχοληθείς με αυτό. Καλύτερα να ξέρουμε λιγότερα για τους χαρακτήρες παρά να μαθαίνουμε πράγματα τα οποία έρχονται είτε σε αντίθεση με τις πράξεις τους είτε δεν χρησιμεύουν γενικότερα κάπου.

 Από την πλευρά των ηθοποιών, οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές τα πάνε μια χαρά. Και ο Ντέμιαν Μπιτσίρ είναι αρκετά καλός στο ρόλο του Πάτερ Μπερκ αλλά και η νεαρή συμπρωταγωνίστριά του, Τάισα Φάρμιγκα, τα πάει περίφημα στο ρόλο της μοναχής Ιρέν. Λιγότερο πείθει ερμηνευτικά ο Γιόνας Μπλοκέτ στο ρόλο του "Φρέντσι" αλλά εδώ που τα λέμε δεν είναι μόνο δικό του το φταίξιμο. Δεν είμαι πολύ σίγουρος αν πρέπει να αναφέρουμε και την Μπόνι Άαρονς αλλά υποδύεται την καλόγρια του τίτλου, οπότε μια αναφορά της αξίζει. Το θέμα είναι ότι από την Άαρονς δεν ζητά το σενάριο κάτι παραπάνω πέρα από το στέκεται εκεί κάτω από αρκετό make up. Η φιγούρα της είναι ωστόσο χαρακτηριστική και αρκετά τρομακτική, τόσο ώστε σε κάνει να σκέφτεσαι ότι άξιζε μια πιο ουσιαστικά τρομακτική ταινία ο χαρακτήρας της.

 Στο τέλος του Η Καλόγρια μένεις με την αίσθηση μιας χαμένης ευκαιρίας. Το υλικό και ο επιβλητικός, τρομακτικός χαρακτήρας του τίτλου υπάρχουν εδώ αλλά δεν δούλεψε όπως ίσως θα περίμεναν αρκετοί, αναμεσά τους κι εγώ. Το δεύτερο φιλμ της Καλόγριας κυκλοφόρησε φέτος και τα σχόλια και οι κριτικές μιλούν για μια καλύτερη ταινία. Θα το δούμε σύντομα, σε ένα από τα επόμενα κείμενα του CinEnoxos!


Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
Filmy.gr

 

 


 

18.9.23

Into the Grizzly Maze (2015) Quick Review

 

Into the Grizzly Maze (2015) Review
Περιπέτεια, Δράσης, Θρίλερ
Διάρκεια:94'

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

  Στα κρύα, βροχερά, χιονισμένα δάση της Αλάσκα μας μεταφέρει το Into The Grizzly Maze, για να μας πει μια ιστορία δύο αδερφών και μιας αρκούδας, όπου τους ενώνουν και τους χωρίζουν πολλά. Μια ιστορία με οικολογικά μηνύματα αλλά και τυπική "ταινία τέρατος", που θα ήθελε να είναι το αντίστοιχο "Τα Σαγόνια... Της Αρκούδας" αλλά ο Ντέιβιντ Χακλ δεν είναι Σπίλμπεργκ.

 Η ταινία του Χακλ δεν είναι κακή αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από το μέσο όρο των ταινιών του είδους. Όταν μιλάμε για "είδος", εννοούμε τις περιπέτειες που οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τη φύση και κυρίως με άγρια (ή και όχι) ζώα. Αναμφίβολα ο βασιλιάς του είδους και ίσως αυτός που ξεκίνησε την παραγωγή παρόμοιων ταινιών δεν είναι άλλος από τον μεγάλο λευκό καρχαρία του Jaws. Σαφώς υπάρχουν και Τα Πουλιά, του Χίτσκοκ, αρκετά χρόνια πιο πριν και παρότι η προτίμησή μου είναι ξεκάθαρα με τον Χίτσκοκ, ωστόσο το Jaws είχε μεγαλύτερη επιρροή στο κινηματογραφικό κοινό. Είναι σύνηθες λοιπόν από την εποχή εκείνη, οι δημιουργοί που καταπιάνονται με παρόμοια θέματα να έχουν ως Ευαγγέλιο το έργο του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Έτσι συμβαίνει και με τον Ντέιβιντ Χακλ, ο οποίος έχει πολλά στοιχεία στην ταινία του που μας δείχνουν ότι μελέτησε το στήσιμο του Jaws. Κάποια τα παρουσιάζει καλά, κάποια όχι και τόσο, κάποια δεν μπορεί να τα υποστηρίξει καθόλου.

 Η κινηματογράφηση του δάσους είναι ένα από τα καλά στοιχεία της ταινίας. Τα τεράστια δάση και οι βουνοκορφές δείχνουν πανέμορφα αλλά και απειλητικά ταυτόχρονα ενώ αρκετά ανεβαίνει στην εκτίμησή μου η προσπάθεια του σκηνοθέτη να μην χρησιμοποιήσει πολλά ψηφιακά εφέ αλλά να το πάει πατροπαράδοτα, με κάποια μηχανικά εφέ αλλά και με την αρκούδα να είναι ένα κανονικό, εκπαιδευμένο φαντάζομαι ζώο.

 Ο Τζέμς Μάρσντεν και ο Τόμας Τζέιν έχουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους εδώ και αποτελούν κι αυτοί ένα ακόμα θετικό στοιχείο της ταινίας, με τον Μπίλι Μπομπ Θόρντον να ακολουθεί , με μια λίγο πιο διεκπεραιωτική ερμηνεία αλλά μερικές φορές ο Μπίλι μας αρκεί κι έτσι! Επίσης έχουμε την εμφάνιση του πάντα αξιόπιστου, Σκοτ Γκλεν, σε ρόλο που παρότι είναι σημαντικός για την εξέλιξη της ταινίας, δεν είναι καλογραμμένος. Τώρα, για το υπόλοιπο καστ, δυστυχώς, δεν μπορώ να πω κάτι ιδιαίτερο.

 Η ταινία του Χακλ πέρασε απαρατήρητη από τη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως απ' ότι μπορώ να καταλάβω καθώς κινηματογραφική διανομή είχε μόνο στον Καναδά και σε περιορισμένες αίθουσες στις ΗΠΑ. Στον υπόλοιπο κόσμο πήγε κατευθείαν στο DVD και σε streaming υπηρεσίες. Για παρακολούθηση στην τηλεόραση, δεν είναι κακή επιλογή, ιδιαίτερα αν σου αρέσει το συγκεκριμένο είδος και είσαι από αυτούς που γουστάρουν περιπέτειες σε χιονισμένα τοπία και άγρια δάση. Σίγουρα, με το υλικό που προσφέρει το σενάριο, θα μπορούσαμε εδώ να είχαμε ένα καλτ ταινιάκι που θα κέρδιζε τη φήμη του με το πέρασμα των χρόνων αλλά ο Ντέιβιντ Χακλ παίζει εκ του ασφαλούς και ως συνήθως, στον κινηματογράφο όταν παίζεις εκ του ασφαλούς χωρίς να κατέχεις απόλυτα τα "κόλπα" του κάθε είδους, δεν βγαίνεις κερδισμένος. Εκτός και το μόνο που ήθελε ήταν μια συμπαθητική μεν, γρήγορα στα αζήτητα δε, ταινία.

 


 

Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
Filmy.gr