Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα sylvester stallone. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα sylvester stallone. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

27.1.25

Alarum (2025) Mini Review

 

Δράσης,Θρίλερ
Διάρκεια: 95'



Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

  Ένας μήνας έχει περάσει περίπου από την προβολή του κάκιστου Armor, την τελευταία ταινία που είδαμε τον Σιλβέστερ Σταλόνε στους κινηματογράφους της χώρας μας, εκεί συμπρωταγωνιστώντας με τον Τζέισον Πάτρικ. Ε, δε μπορεί, λες, δύο κακές ταινίες στη σειρά ο Σλάι. Κι όμως, το Alarum, εδώ όπου σε θέση συμπρωταγωνιστή βρίσκουμε τον γιο του Κλιντ Ίστγουντ, Σκοτ, μας δείχνει ότι  μπορεί.

 Δύο κατάσκοποι ερωτεύονται και εξαφανίζονται από προσώπου γης. Αφού παράτησαν παράνομα την υπηρεσία τους, η Λάρα και ο Τζο, δυο άριστα εκπαιδευμένοι εκτελεστές, παντρεύονται και ζουν κρυμμένοι σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Εκεί θα βρεθούν στο στόχαστρο όχι μόνο της υπηρεσίας τους αλλά και ενός σκοτεινού κατασκοπικού δικτύου με την ονομασία Άλαρουμ. Αφορμή γίνεται ένα στικάκι με απόρρητο υλικό, που τυχαία φαίνεται να φτάνει στα χέρια του Τζο.

 Το περίεργο με το Alarum είναι ότι ξεκινά δείχνοντας μια διάθεση να παρουσιάσει κάτι αλλά σύντομα μετά τους τίτλους αρχής εξανεμίζονται οι όποιες ελπίδες είχε κανείς. Ο κάποτε υποσχόμενος σκηνοθέτης, Μάικλ Πόλις, δεν καταφέρνει να κάνει πολλά πράγματα με το ακατάστατο σενάριο του Αλεξάντρ Βίσα. Δίνει μία δύο συμπαθητικές σκηνές δράσης αλλά δεν σώζεται η ταινία με τίποτα. Βαρετή εξέλιξη, σενάριο και διάλογοι που κοπιάρουν παλιότερες αλλά σύγχρονες ταινίες του είδους και κακές ερμηνείες, συμπληρώνουν το αδιάφορο αυτό μωσαϊκό.

 Το πιο στενάχωρο στο Alarum είναι η εμφάνιση του Σταλόνε. Αν για κάτι δεν μπορούσες να κατηγορήσεις ποτέ τον Σταλόνε αυτό είναι η αδιαφορία για το φιλμ στο οποίο συμμετείχε. Εδώ δεν είναι μόνο ότι ο ίδιος παρουσιάζεται νωθρός αλλά είναι και τόσο κακή η ποιότητα της ταινίας που πραγματικά αναρωτιέμαι τι οικονομικές ανάγκες έχει για να συμμετέχει σε μια σειρά τέτοιων ταινιών τα τελευταία χρόνια. Δυστυχώς το Alarum μπαίνει στον πάτο της φιλμογραφίας του Σλάι, ίσως λίγο πιο πάνω από την προηγούμενη ταινία του αλλά αυτό δεν λέει πολλά.





Εξωτερικοί Σύνδεσμοι


5.12.24

Armor (2024) Review

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΗΣΤΕΙΑ

Δράσης,Θρίλερ
Διάρκεια: 89'



Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

  Έχω μόλις τελειώσει την προβολή του Armor και προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη, πράγμα δύσκολο καθώς αυτό που μόλις είδα δεν βοηθάει ιδιαίτερα. Θα γράψω ωστόσο μόνο αυτό και θα προχωρήσω σε μια όσο γίνεται πιο δίκαιη κριτική της ταινίας. Είναι αποδεκτό και λογικό να υπάρχουν κακές ταινίες καθώς δεν είναι όλοι οι άνθρωποι σε όλους τους χώρους ούτε το ίδιο ταλαντούχοι, ούτε το ίδιο επαγγελματίες. Αυτό που δεν είναι όμως αποδεκτό είναι να συμμετέχουν σε τόσο κακές ταινίες ονόματα όπως ο Τζέισον Πάτρικ αλλά και πολύ περισσότερο ο Σιλβέστερ Σταλόνε. Και αν μπορώ να κατανοήσω τη συμμετοχή του πρώτου, καθώς εδώ και καιρό δεν βρίσκεται πολύ ψηλά στις επιλογές των στούντιο, δεν μπορώ για κανένα λόγο να κατανοήσω τη συμμετοχή του Σταλόνε, που βρίσκεται σε μια καλή περίοδο για τον ίδιο, με έναν πολύ επιτυχημένο τηλεοπτικό ρόλο (Tulsa King). Με αυτή την εισαγωγή μάλλον καταλαβαίνετε ότι δεν θα ακούσετε και τα καλύτερα για το Armor. 

 Πατέρας και γιος εργάζονται σε εταιρεία σεκιούριτι και οδηγούν θωρακισμένο όχημα χρηματαποστολών. Η τελευταία διαδρομή τους δεν πάει πολύ καλά καθώς πέφτουν σε ενέδρα και βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα στο όχημα. Τραυματισμένοι και αριθμητικά λιγότεροι από τη συμμορία που τους περικυκλώνει, πρέπει να παλέψουν για τη ζωή τους.

 Ο Τζέισον Πάτρικ είναι ο πατέρας, ο οποίος μαθαίνουμε ότι είναι πρώην αστυνομικός και ότι προσπαθεί (;) να ξεπεράσει πρόβλημα αλκοολισμού, μετά το θάνατο της γυναίκας του. Στον αντίποδα έχουμε τον Σιλβέστερ Σταλόνε σε ρόλο κακού (;), υποδυόμενο τον εγκέφαλο της συμμορίας που στήνει ενέδρα στο θωρακισμένο. Ο πρώτος τα πάει λίγο καλύτερα στο ρόλο του, ο δεύτερος δεν είναι καθόλου εκεί. Αν κάποιος από τους ηθοποιούς σώζεται, αυτός είναι ο Ντάσιελ Μάιχοκ (άγνωστο όνομα αλλά γνωστή φάτσα), ο οποίος μια χαρά ενέργεια έχει και στο πετσί του ρόλου μπαίνει, παίζοντας ένα ασταθές ψυχολογικά μέλος της συμμορίας.

 Σε όλους τους άλλους τομείς τα πράγματα είναι τραγικά. Η σκηνοθεσία, οι διάλογοι, το σενάριο με τις άπειρες τρύπες, η χρήση κακού και αναίτιου CGI. Δεν ξέρω τι να πρωτοπιάσω σε αυτή την ταινία. Ας δούμε για παράδειγμα αυτό: ένα θωρακισμένο όχημα μένει για πάνω από μία ώρα σταματημένο στη μέση μιας γέφυρας, σε έναν επαρχιακό δρόμο, με δύο βαν να εμποδίζουν τη διαφυγή του και δεν περνάει ούτε ένα αυτοκίνητο σε όλη αυτή τη διάρκεια. Η ταινία διεκδικεί επίσης βραβείο αχρείαστων και κακών συνάμα ψηφιακών εφέ. Ενδεικτικά αναφέρω μια σκηνή όταν σε κάποια εναέρια πλάνα τοποθετεί δύο άνδρες να κινούνται στην κορυφή του θωρακισμένου οχήματος, με τόσο κακό και πρόχειρο τρόπο, που ντρέπεσαι κι εσύ σαν θεατής για αυτούς που άφησαν να μπει τέτοια σκήνη σε κινηματογραφική ταινία.

 Ο Σταλόνε κατάφερε την τελευταία δεκαετία να έχει τρεις - τέσσερις πραγματικά απαράδεκτα κακές ταινίες στη φιλμογραφία του. Μετά τα Escape Plan 2 και 3, Flashback (Backtrace), Expend4bles και την τελευταία προσθήκη του Armor νομίζω ότι είναι ώρα ο ιδιαιτέρως αγαπητός μου Σλάι, να πάρει πίσω όσα έχει πει για το Stop! Or my Mom Will Shoot.



Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Filmy.gr


7.9.24

Get Carter (2000) Review

 

ΣΥΛΛΑΒΕΤΕ ΤΟΝ ΚΑΡΤΕΡ

Δράσης,δραματική, θρίλερ
Διάρκεια: 102'

 

 

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

  Ο Συλβέστερ Σταλόνε υποδύεται τον Τζακ Κάρτερ, έναν σκληροτράχηλο και βυθισμένο στα ψυχικά τραύματα μαφιόζο εκτελεστή, που επιστρέφει στη γενέτειρά του για να παραστεί στην κηδεία του αδελφού του, ενός φιλήσυχου οικογενειάρχη. Ο Κάρτερ δεν αργεί να αντιληφθεί ότι ο θάνατος του αδελφού του δεν ήταν ατύχημα και θα βάλει μπροστά τα "επαγγελματικά" του προσόντα ώστε να ανακαλύψει ποιος κρύβεται πίσω από τη δολοφονία, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να έρθει πιο κοντά και να προστατέψει την οικογένεια του θανόντα, τη γυναίκα και την έφηβη κόρη του, αναζητώντας και ο ίδιος λύτρωση για την πεταμένη ζωή του.

 Η περιγραφή της υπόθεσης του Get Carter, ριμέικ κλασικής ταινίας με τον Μάικλ Κέιν στον ρόλο που εδώ κρατάει ο Σταλόνε, θα μπορούσε εύκολα να πείσει κάποιον να πάει στον κινηματογράφο και να δει τον Σλάι σε μια ταινία εκδίκησης. Με το Get Carter όμως ξεκινά και ξεκάθαρα μια περίοδος μερικών ταινιών του σούπερ σταρ που στα ταμεία αποτυγχάνουν παταγοδώς.

 Ο Σταλόνε στη δεκαετία του 1980 γεμίζει κινηματογράφους με ό,τι κι αν κάνει και μπαίνει στην κορυφή των ηρώων ταινιών δράσης, χρησιμοποιώντας τα δύο μεγάλα όπλα του, τα δύο "Ρ", Ρόκι και Ράμπο. Η επόμενη δεκαετία τον βρίσκει να κάνει μερικές εξαιρετικές ταινίες δράσης, χωρίς τα δύο "Ρ", (Cliffhanger, Demolition Man, Assassins,  Daylight, Judge Dredd), να δοκιμάζεται στην κωμωδία με όχι μεγάλη επιτυχία, με τα Stop! Or My Mom Will Shoot και Oscar (αρκετά υποτιμήμενο) και να δίνει στο τέλος της δεκαετίας μια από τις καλύτερες ερμηνείες του με το Copland. Σε εκείνη τη δεκαετία, τα χρήματα που φέρνει ο Σλάι στα ταμεία είναι ακόμα υπολογίσημα, παρότι υπάρχει μια πτώση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

 Κάπως έτσι φτάνουμε στο 2000 και την πρώτη πραγματικά μεγάλη αποτυχία του πρωταγωνιστή μετά από δύο δεκαετίες μεγάλης καριέρας. Από το Get Carter και μέχρι να επανέλθει μετά από εφτά χρόνια με (τι άλλο) τα δύο "Ρ", ξεκινά μια περίοδος απαξίωσης του Σταλόνε, τόσο από τους κριτικούς που δεν τον αγάπησαν και ποτέ ιδιαίτερα (ειδικά στη χώρα μας) όσο και από το ίδιο το σύστημα. Βάζει το χεράκι του και ο ίδιος βέβαια, με αρκετά κακές επιλογές, όπως τα Driven, Avenging Angelo και Spy Kids 3, με το πρώτο να είναι πραγματικά καταστροφικό, έχοντας ένα τεράστιο προϋπολογισμό αλλά τραγικά χαμηλά έσοδα.

 Δύο από τις ταινίες εκείνης της περιόδου θα τις εξαιρέσουμε καθώς είναι κατανοητοί οι λόγοι που ο Σταλόνε διάλεξε να εμπλακεί καθώς σεναριακά παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Η μία είναι το D-Tox, το οποίο γυρίστηκε το 1999 και ταλαιπωρήθηκε για τρία χρόνια μέχρι να βγει στους κινηματογράφους και η δεύτερη είναι το Get Carter, που σε πρώτη ανάγνωση μοιαζεί ιδανικό για τον πρωταγωνιστή του. Δεν ζητά απλώς έναν τύπο που μπορεί να πλακώσει στο ξύλο τους πάντες αλλά κάποιον που μπορεί να ερμηνεύσει κάτι παραπάνω και αν για κάτι δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον Σταλόνε είναι για αδιαφορία στο ρόλο του. Είναι εκεί και ερμηνευτικά είναι στα ίδια ψηλά στάνταρ, προσπαθώντας να δώσει και μια εσωτερικότητα παραπάνω στον χαρακτήρα του. Ο Κάρτερ είναι ένας τύπος που έχει σπαταλήσει τη ζωή του μέσα στο βούρκο της παρανομίας, αφαιρώντας ζωές για λογαρισμό της μαφίας αλλά φαίνεται πια κουρασμένος και με το ένα πόδι έξω από αυτό. Η επιστροφή στην οικογένεια που του έχει απομείνει, την οικογένεια του αδερφού του ουσιαστικά, τον βάζει σε μια διαδικασία δύσκολη για τον ίδιο καθώς έχει να χειριστεί πράγματα άγνωστα για αυτόν και ο Σλάι το αποτυπώνει αυτό στην οθόνη.

 Η σκηνοθέσια του Σίβεν Κέι είναι αυτή που δοκιμάζει αρκετά τον θεατή. Ο Κέι, που ακολουθεί μέχρι σήμερα μια επιτυχημένη πορεία στην σκηνοθεσία τηλεοπτικών σειρών, επιλέγει να παίξει με την κάμερα σαν να είναι σε μια μόνιμη παραζάλη, πράγμα ταιριαστό με το μυαλό του ήρωα αλλά όχι τόσο ευχάριστο για τον θεατή και ειδικά για τον θεατή του 2000. Έχοντας δει την ταινία πριν από αρκετά χρόνια και βλέποντάς τη ξανά σήμερα, ομολογώ ότι η εμπειρία ήταν διαφορετική. Στα μέσα του 2000, εποχή της πρώτης προβολής, η εμπειρία μου ήταν αρνητική. Όλη αυτή η "θολωμένη" αντίληψη, η γρήγορες κοφτές κινήσεις της κάμερας και ο αρκετά διαφορετικός χαρακτήρας που επέλεξε να υποδυθεί ο Σταλόνε, δεν δούλεψαν υπέρ της ταινίας. Σήμερα όμως εκτίμησα λίγο παραπάνω, τόσο την ερμηνεία του πρωταγωνιστή όσο και αυτό που προσπάθησε να κάνει ο Κέι αλλά εξακολουθεί να μην δουλεύει απόλυτα.

 Από την άλλη αυτό που αξίζει να αναφερθεί είναι το υπέροχο επιτελείο ηθοποιών που συγκεντρώθηκε. Ο Μάικλ Κέιν επιστρέφει σε εντελώς διαφορετικό-μικρό- ρόλο, ενώ έχουμε ακόμα ονόματα όπως της Μιράντα Ρίτσαρντσον, Άλαν Κάμινγκ, Μίκι Ρουρκ, Τζον ΜακΓκίνλεϊ, Ρόνα Μίτρα και τη νεαρή τότε Ρέιτσελ Λι Κουκ. Γενικά από το επιτελείο των ηθοποιών δεν μπορείς να έχεις παράπονο.

 Πέρα από τα τεχνικά μέρη και τις διαφωνίες που μπορεί να έχει κάποιος ως προς την προσέγγιση του αρχικού υλικού (είναι δεδομένο ότι μπορεί να γίνει μια καλύτερη ταινία από το υλικό που υπάρχει καθώς το έκαναν το 1971...), μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει ότι το Get Carter είναι μια ταινία αρκετά "πειραγμένη" και όχι απαραίτητα από τους δημιουργούς της. Δεν είναι σίγουρα μια από τις καλές της φιλμογραφίας του Σταλόνε, δεν είναι όμως και μία από αυτές που θα πρέπει να ντρέπεται, όπως κάποιες ανεκδιήγητες που γύρισε τα τελευταία χρόνια (βλέπε τα δύο τελευταία της σειράς Escape Plan).


Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Filmy.gr

 

 

26.4.23

Stop! Or My Mom Will Shoot (1992) Review

 

Ο ΜΠΑΤΣΟΣ ΤΗΣ... ΜΑΜΑΣ

Κωμωδία, Αστυνομική
Διάρκεια:87'

 

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

 Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, κρύος ιδρώτας κυλά στο μέτωπο μου κι ένα έντονο καρδιοχτύπι επιτίθεται στο στήθος μου. Λίγες αράδες πριν τη μεγάλη αποκάλυψη, λίγα σκαλοπάτια πριν την κατακραυγή των απανταχού κινηματογραφόφιλων, τα δάχτυλά μου με δυσκολία πηγαίνουν από το ένα πλήκτρο του πληκτρολογίου στο άλλο, καθώς με φόβο αλλά και πάθος θα προχωρήσω στην παρακάτω δήλωση: Μου αρέσει το "Ο Μπάτσος της... Μαμάς"! 

  Ο Σταλλόνε έχει μετανιώσει που γύρισε αυτή την ταινία και χαλαρά μπαίνει στο τοπ 5 των χειρότερων ταινιών του αλλά έλα που μερικές κακές ταινίες μπορούν να αποκτήσουν μια κάποια συναισθηματική αξία για τον καθένα μας, για διαφορετικούς λόγους. Αυτό συμβαίνει λοιπόν και με τη συγκεκριμένη ταινία. Κατανοώ ότι είναι γεμάτη κακές επιλογές (σεναριακές, σκηνοθετικές, επιλογές ηθοποιών κα) αλλά θυμάμαι από πιτσιρικάς να διασκεδάζω κάθε φορά που πετύχαινα την ταινία στην τηλεόραση και τύχαινε να βρίσκεται μαζί μου και η δική μου μητέρα. Η ίδια διασκέδαζε (και διασκεδάζει) αφάνταστα με την μικροκαμωμένη Εστέλ Γκέτι και τον τρόπο που τρέλαινε τον κινηματογραφικό γιο της και ομολογώ ότι ακόμα περισσότερο διασκέδαζα κι εγώ μαζί της κατανοώντας τους συνειρμούς που έκανε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό της, όντας και η ίδια μια πολύ τρυφερή μητέρα που ήθελε (και θέλει) να αγκαλιάζει τον γιόκα της και να τον φιλάει, να του φτιάχνει ένα σωρό φαγητά και να κάνει ένα σωρό πράγματα που οι μανάδες θέλουν να κάνουν για τα παιδιά τους. Από την άλλη τα παιδιά όταν πια γίνουν ενήλικες δυσκολεύονται λίγο να δεχτούν με την ίδια ευκολία τα χάδια και την περιποίηση της μητέρας και κάπου έρχονται οι αμήχανες στιγμές, από τις οποίες είναι γεμάτες και η ταινία.

 Δεν έχει να κάνει λοιπόν το σημερινό κείμενο με "κριτική" απέναντι στην ταινία που σκηνοθέτησε ο Ρότζερ Σπότισγουντ και αποτελεί την πρώτη απόπειρα του Σλάι στην κωμωδία. Είναι η κατάθεση της εντελώς υποκειμενικής μου άποψης για την ταινία, χωρίς καμία διάθεση να το κρύψω αυτό και να προσπαθήσω να μιλήσω αντικειμενικά για αυτή. Εξάλλου, πάντα μου ήταν δύσκολο να αφήσω το συναίσθημα απέξω, σε όλα μου τα κείμενα. Δεν είμαι επαγγελματίας "κριτικός" κινηματογράφου. Μου άρεσε και μου αρέσει να γράφω κείμενα, τα οποία οδηγούνται πρώτα από το συναίσθημα και λιγότερο από τη γνώση του αντικειμένου, πράγμα που θεωρείται ολότελα λάθος για τους επαγγελματίες κριτικούς κινηματογράφου. Είναι λογικό λοιπόν να έχουν αρνητική στάση απέναντι στο Ο Μπάτσος της... Μαμάς, οι κριτικοί. Ποτέ όμως δεν πρέπει αυτό να εμποδίσει κανέναν στο να αγαπήσει μια ταινία η οποία είναι κατά γενική παραδοχή "κακή".

 Πίσω από τις ταινίες κρύβονται αναμνήσεις. Αναμνήσεις μιας περιόδου της ζωής μας, καλής ή κακής, αναμνήσεις κοινής θέασης με αγαπημένα πρόσωπα. Για πάντα λοιπόν, αυτή η κακή ταινία θα είναι μια απο τις ιδιαίτερα αγαπημένες μου, γιατί είναι μια ταινία που πάντα θα τη συνδυάζω με την ανάμνηση της κοινής θέασης με τη μητέρα μου και πάντα θα διασκεδάζω με την ατάκα της Εστέλ Γκέτι, "Πάμε να τους πιάσουμε, αγόρι μου!".

 Μην σκάτε αν οι κριτικές θάβουν μια ταινία, την οποία εσείς μπορεί να λατρέψετε. Όταν πρέπει να κρίνεις μια ταινία, πρέπει να λάβεις υπόψιν σου αρκετά πράγματα, τα οποία δεν αφορούν ιδιαίτερα τον μέσο θεατή, ούτε τον σημερινό, ούτε τον παλιότερο και ίσως ούτε και τον μελλοντικό. Δεν τρέχει κάτι αν ένας ή όλοι οι κριτικοί είναι αρνητικοί απέναντι στην ταινία που εσύ αγαπάς. Σίγουρα σημαίνει κάτι αυτό για την ταινία και μάλλον όχι κάτι καλό αλλά σίγουρα κάτι σημαίνει για την ταινία, ακόμα και το ότι ένας άνθρωπος την αγαπά και αυτό είναι σίγουρα κάτι καλό.


Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
Filmy.gr





14.9.22

Samaritan (2022) Review


Ο ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ

Δράσης,Επιστημονικής Φαντασίας,Κόμικ

Διάρκεια: 102'

 

Γράφει ο Νίκος Ρέντζος

  Δεν λέει να το βάλει κάτω ο Σιλβέστερ Σταλόνε! Στα εβδομήντα έξι του χρόνια πια, εκτός του ότι είναι έτοιμος να υποδυθεί ακόμα μια φορά τον Μπάρνεϊ Ρος στο τέταρτο μέρος των Αναλώσιμων, προσθέτει και στη φιλμογραφία του έναν υπερήρωα ακόμα, που παρά το γήρας τόσο του ίδιου όσο και του χαρακτήρα που ερμηνεύει, ο γέρο Σλάι έχει τσαγανό και δεν αφήνει όλη τη δουλειά στο stand double του.

 Η ιστορία μας τοποθετείται στην φανταστική (όχι γιατί είναι πανέμορφη αλλά γιατί δεν υπάρχει) πόλη Γκρανάϊτ, εκεί όπου πριν από αρκετά χρονιά γεννήθηκαν δύο δίδυμα αδέλφια με υπερδυνάμεις. Το ένα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του για καλό σκοπό και έγινε ο Σαμαρείτης ενώ το άλλο πήρε την ονομασία Νέμεσις και αποφάσισε να ακολουθήσει την "σκοτεινή πλευρά". Είκοσι πέντε χρόνια πριν τα δύο αδέλφια συγκρούονται σε μια μάχη που αφήνει πίσω νεκρό τον Νέμεσις και εξαφανισμένο τον Σαμαρείτη. Έλα όμως που σήμερα ο πιτσιρικάς Σαμ πιστεύει ότι ανακάλυψε ξανά τον εξαφανισμένο ήρωα, στο πρόσωπο ενός μοναχικού γείτονα που εργάζεται για την υπηρεσία καθαρισμού. Ο Σαμ δεν αφήνει σε χλωρό κλαρί τον γείτονα μέχρι να παραδεχτεί ότι είναι ο Σαμαρείτης και να τον πείσει να επιστρέψει στην ενεργό δράση, τώρα που η πόλη τον έχει ανάγκη.

 Ο Τζούλιους Έιβερι, του συμπαθητικού Overlord, σκηνοθετεί, ο Μπραγκ Φ. Σουτ, του Escape Room, υπογράφει το σενάριο. Το αποτέλεσμα είναι μια ταινία που κινείται στα όρια της ταινίας δράσης και ενός πιο δραματικού ύφους. Μέχρι να φτάσουμε στην τελική πράξη επικρατεί περισσότερο το δεύτερο, με το βάρος να πέφτει στη σχέση του Σαμ με τον Τζο, τον πρώην Σαμαρείτη. Σε αυτή τη διάρκεια έχουμε το κλασικό μοτίβο του απόμακρου μέντορα με το νεαρό που παίρνει υπό την προστασία του, το οποίο το έχουμε δει αρκετές φορές και όταν γίνεται καλά μπορεί να σε αγγίξει. Εδώ γίνεται σχετικά καλά. Περιμένεις περισσότερα από αυτή τη σχέση αλλά δεν τα παίρνεις στην εξέλιξη της ταινίας, παρά την καλή χημεία του Σταλόνε με τον πιτσιρικά, Τζέιβον Γουόλτον. Ελπίζεις λοιπόν ότι τουλάχιστον θα σε ανταμείψει η δράση της ταινίας αλλά κι εκεί τα πράγματα κινούνται σε μέτριο επίπεδο. Υπάρχει μια πιο θεαματική τρίτη πράξη, που έρχεται και η "αναμενόμενα απρόβλεπτη" σεναριακή εξέλιξη, αλλά και πάλι κράτα μικρό καλάθι.

 Στο σύνολο του, το Samaritan, δεν μπορώ να το πω κακή ταινία. Φαίνεται η επιρροή του Άφθαρτου και του Ανακαλύπτοντας τον Φόρεστερ αλλά φαίνεται και ότι ο Έιβερι δεν είναι ούτε Σιάμαλαν, ούτε Βαν Σαντ. Μας έδωσε μια σαφώς πιο mainstream ταινία, με αρκετά κλισέ, ειδικά από την πλευρά των ανταγωνιστών του Σαμαρείτη, αλλά το ενδιαφέρον σου το κρατάει μια χαρά. Σίγουρα θα μπει σύντομα στο ράφι αλλά μια προβολή δεν πάει χαμένη, ειδικά για τους φίλους του Σταλόνε.



Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
Filmy.gr



31.1.20

Rambo: Last Blood (2019) Review [ Spoilers]

Είδος: Δράσης, Θρίλερ

"Ο Σιλβέστερ Σταλόνε επιστρέφει μάλλον για τελευταία φορά σε έναν χαρακτήρα που μπορεί να μην έχει τη συμπάθειά μας όπως ο Ρόκι Μπαλμπόα αλλά που δε μπορείς να μην τον θεωρήσεις εικονικό και σημαντικό κινηματογραφικά για εκείνη την πρώτη ταινία του 1982. Ακολούθησαν τρεις σαφώς κατώτερες ταινίες με πρωταγωνιστή τον Ράμπο. Οι δύο ξέχασαν εντελώς όλο αυτό που έχτισε η πρώτη ταινία. Η τρίτη φάνηκε να το αναζητά κάπου. Τέλος, ήρθε αυτή η τέταρτη συνέχεια, η οποία έχει το πλεονέκτημα της επιβλητικής, αρχετυπικής παρουσίας του Σταλόνε."

ΡΑΜΠΟ:
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΙΜΑ
Σκηνοθεσία:Adrian Grunberg
Σενάριο:Matthew Cirulnick,
Sylvester Stallone
Παίζουν:Sylvester Stallone,Paz Vega,
Sergio Peris-Mencheta,Yvette Monreal
Γράφει ο Νίκος Ρέντζος
 Μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το πεπρωμένο τους. Παλεύουν, λοξοδρομούν, νομίζουν ότι άλλαξε η μοίρα τους αλλά η ζωή τους δείχνει ότι ο δικός τους δρόμος είναι άλλος. Καλός ή κακός, ο δρόμος τους έχει φτιαχτεί από καιρό και μπορεί για λίγο να βρίσκονται σε άλλα μονοπάτια όμως η ζωή τους επαναφέρει εκεί που θέλει. Το "γιατί" δεν είναι κάτι που μπορείς πάντα να απαντήσεις. Πολλές φορές δεν υπάρχει λογική απάντηση, τουλάχιστον όχι κάποια ανθρωπίνως κατανοητή. Το χέρι που υφαίνει τη μοίρα του καθενός δεν είναι ανθρώπινο και δεν στέκεται στα ανθρώπινα. Τα προσπερνάει και υφαίνει χωρίς αναστολές αυτό που αναλογεί ή αυτό που το χέρι θέλει για κάποιο λόγο να δώσει στον καθένα. Κάπως έτσι, γεννιούνται αυτοί οι διαφορετικοί, οι "καταραμένοι". Ένας τέτοιος είναι και ο Τζον Ράμπο.
  Στρατιώτης, τα άφησε όλα πίσω του για να πολεμήσει για την πατρίδα, σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός του αλλά που έμελλε να γίνει για πάντα ζωή του. Γύρισε από το Βιετνάμ για να δει ότι στην ίδια του τη χώρα ήταν πια ένας περιθωριακός, ένας που κανείς δεν ήθελε άμεση επαφή μαζί του και αναγκάστηκε να πολεμήσει ξανά, εκεί στην ίδια του τη χώρα. Όχι γιατί η χώρα του απειλήθηκε αλλά γιατί η χώρα του, κάτω από τη σημαία της οποίας πολέμησε, σκότωσε, βασάνισε και βασανίστηκε, δεν έχει χώρο πια για κάποιους σαν αυτόν. Κι αν φαινομενικά νίκησε όντας ηττημένος τότε, δεν του έμενε ξανά τίποτα. Γύρισε ξανά στον πόλεμο. Για λόγους που νόμιζε σωστούς, ή γιατί στην ουσία αυτή ήταν η ζωή του, η ζωή που μέχρι τότε φαίνεται ότι το ανθρώπινο χέρι είχε διαλέξει για αυτόν.
  Τα χρόνια πέρναγαν και ο Τζον, επέστρεφε ξανά και ξανά και ξανά στον πόλεμο. Μέχρι που λυτρώθηκε και αποφάσισε να επιστρέψει. Επιστροφή εκεί που τον έδιωξαν. Επιστροφή εκεί που υπήρχε κάτι που μπορούσε να απαλύνει όλες τις πληγές του και να του δώσει πίσω την ανθρωπιά που είχε κάπου χάσει. Έτσι έγινε. Ο Τζον βρήκε γαλήνη στη φάρμα του, στον τόπο του, στην οικογένεια που του είχε απομείνει.
 Η ανιψιά του ήταν αυτή που επανέφερε στα μάτια του το καθαρό βλέμμα, την επιθυμία για ζωή, το λόγο να ξυπνάει  κάθε πρωί. Ήθελε να τη βλέπει να μεγαλώνει και να είναι εκεί να ρουφάει τη ζωή μέσα από τα δικά της μάτια.
 Τα χρόνια πέρασαν και η μικρή μεγάλωσε. Έμαθε για τον τραγικό πατέρα που παράτησε τη μάνα της και αυτή. Έμαθε ότι αυτός ο πατέρας οδήγησε τη μάνα της στο θάνατο. Θέλησε να τον ρωτήσει μόνο "γιατί". Πήγε να τον βρει. Πέρασε τα σύνορα και έφτασε στο Μεξικό και τον βρήκε αλλά η πόρτα έκλεισε για αυτήν χωρίς λογική απάντηση. Είπαμε, δεν υπήρχε πάντα λογική απάντηση σε όλα. Έτσι η μικρή θα γύριζε πίσω, στην αληθινή της οικογένεια και θα συνέχιζε τη ζωή της. Δεν γύρισε όμως ποτέ. Όχι ζωντανή.
 Ο Τζον την αναζήτησε. Την έφερε πίσω για να κάνει συντροφιά στη μητέρα της. Μαζί με την ανιψιά του όμως ο Τζον έθαψε βαθιά στο χώμα και την τελευταία σταγόνα ανθρωπιάς που του είχε μείνει. Δεν υπήρχε πια τίποτα. Γύρισε στο σκοτάδι του πολέμου. Γύρισε σε αυτό που ήταν πάντα καταδικασμένος να κάνει και ίσως δεν επέστρεψε ποτέ από την κόλαση των καταραμένων.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Σιλβέστερ Σταλόνε επιστρέφει μάλλον για τελευταία φορά σε έναν χαρακτήρα που μπορεί να μην έχει τη συμπάθειά μας όπως ο Ρόκι Μπαλμπόα αλλά που δε μπορείς να μην τον θεωρήσεις εικονικό και σημαντικό κινηματογραφικά για εκείνη την πρώτη ταινία του 1982. Ακολούθησαν τρεις σαφώς κατώτερες ταινίες με πρωταγωνιστή τον Ράμπο. Οι δύο ξέχασαν εντελώς όλο αυτό που έχτισε η πρώτη ταινία. Η τρίτη φάνηκε να το αναζητά κάπου. Τέλος, ήρθε αυτή η τέταρτη συνέχεια, η οποία έχει το πλεονέκτημα της επιβλητικής, αρχετυπικής παρουσίας του Σταλόνε. Ένας Σταλόνε που αλίμονο κι αν δεν ξέρει τον χαρακτήρα. Αλίμονο κι αν χρειάζεται λόγια για να παίξει τον χαρακτήρα. Το στήσιμο, το βλέμμα και ο τρόπος που τα κινηματογραφεί όλα αυτά εδώ ο σκηνοθέτης, Άντριαν Γκρούνμπεργκ, μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας του, Μπρένταν Γκάλβιν, φανερώνουν θαυμασμό και δέος απέναντι στον γηραιό πρωταγωνιστή του ή στον χαρακτήρα που υποδύεται αλλά και απέναντι στα κλασικά γουέστερν και τις ταινίες εκδίκησης των περασμένων δεκαετιών του Χόλιγουντ. Και όλα αυτά μέχρι να φτάσουμε στα τελευταία δέκα πέντε λεπτά, που ξεσπά ένα απροειδοποίητο γαϊτανάκι βίας, που όμοιο του δεν έχεις συναντήσει, όχι μόνο στις προηγούμενες ταινίες του ήρωα αλλά και γενικά τα τελευταία χρόνια στις ταινίες του είδους.
 Εκεί λοιπόν βρίσκεται το κλειδί για να δεχτείς ή όχι την ταινία. Για να κλίνεις στο αν η ταινία ήταν καλή ή ήταν μια βαρετή ταινία ή υπερβολικά φορτωμένη κομιξική, αναίτια βία. Ας δούμε λοιπόν για ένα λεπτό την πλοκή κι ας συνεχίσουμε.
 Ο Τζον Ράμπο ζει πια στη φάρμα του εκλιπόντος πατέρα του, φροντίζοντας άλογα. Εκεί τον βοηθά η παλιά οικογενειακή φίλη, Μαρία, μαζί με την εγγονή της, Γκαμπριέλα. Η Γκαμπριέλα μεγάλωσε έχοντας σαν θείο και πατέρα τον Τζον, αφού η μητέρα της έχει πεθάνει και ο βιολογικός της πατέρας αγνοείται. Μια φίλη ενημερώνει την Γκαμπριέλα ότι βρήκε τον πατέρα της κι ότι ζει στο Μεξικό, με την οικογένειά του. Η μικρή αποφασίζει να πάει να τον βρει, κόντρα στις συμβουλές του Τζον και της γιαγιάς της. Εκεί βρίσκει την πόρτα του κλειστή και βρίσκεται μπλεγμένη στα δίχτυα ενός καρτέλ λευκής σάρκας. Ο Τζον επισκέπτεται το Μεξικό, ψάχνει, βρίσκει αλλά δεν προλαβαίνει να σώσει την Γκαμπριέλα. Από εκεί και πέρα, δεν υπάρχει τίποτα ανθρώπινο στον Τζον. Θέλει μόνο εκδίκηση και την παίρνει με τον πιο αποτρόπαιο, απάνθρωπο τρόπο.
 Προφανώς η ταινία δεν είναι τέλεια. Προφανώς στοχοποιεί το Μεξικό και την εγκληματικότητα που υπάρχει εκεί αλλά θεωρεί κανείς ότι λέει κάτι που δεν είναι αληθές; Θεωρεί κανείς ότι δεν υπάρχει το συγκεκριμένο πρόβλημα; Ναι, προφανώς στην Αμερική του Τραμπ, οποιοδήποτε τέτοιο θέμα αποτελεί κόκκινο πανί για τους δημοσιογράφους/ κριτικούς. " Τα βάζει με τους Μεξικανούς άρα είναι με τον Τραμπ, άρα βασίζουμε τις κριτικές μας σε αυτό και τον θάβουμε", φαίνεται να λέει σύσσωμη η κριτική εξ Αμερικής. Στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, ούτως ή άλλως η εμπάθεια απέναντι στον Σταλόνε είναι γνωστή χρόνια τώρα, οπότε αναμενόμενες ήταν και οι εδώ κριτικές. Προχωράμε όμως με βάση αυτό που εμείς είδαμε. 
  Μιλάμε λοιπόν για μια ταινία, η οποία πάσχει σε πολλά σημεία, όπως η ανάπτυξη χαρακτήρων, οι διάλογοι, τα κενά στην εξέλιξη της πλοκής, η προσέγγιση των κακών με στερεοτυπικό και καρτουνίστικο τρόπο. Παρά όλα αυτά όμως υπάρχει μια υπόγεια, πρωτόγονη, αρχετυπική δυναμική στα κάδρα της ταινίας. Όλα βράζουν σιγά σιγά μέχρι να έρθει η στιγμή του θανάτου της Γκαμπριέλας. Κομβική στιγμή που εξαφανίζει κάθε σημάδι ανθρωπιάς από τον πρωταγωνιστή και τον κάνει ξανά μια πολεμική μηχανή, που πλέον τροφοδοτείται μόνο από μίσος και οργή. Έτσι οδηγούμαστε στο τελευταίο υπέρ βίαιο  δεκαπεντάλεπτο, το οποίο για πολλούς ήταν το καλύτερο της ταινίας, για εμένα ήταν απλώς η λογική συνέχεια της ταινίας, έστω κι αν αλλάζει εντελώς το μέχρι εκείνη τη στιγμή ύφος.
 Είμαστε υπέρ της αυτοδικίας και της βίας; Όχι, βέβαια. Η συγκεκριμένη βία λειτουργεί καθαρτικά, όσο υπερβολική κι αν είναι. Φανερώνει επίσης τη ριζική αλλαγή του χαρακτήρα, του ανθρώπου που του πήραν τα πάντα και δεν βλέπει πια τίποτα μπροστά του παρά μόνο θάνατο.
 Μπορεί η πλειοψηφία να βλέπει ξανά στο Ράμπο την Αμερικανική κυβέρνηση, προσωπικά όμως εδώ είδα μόνο μια ιστορία εκδίκησης και προσωπικών παθών. Μια ιστορία ενός καταραμένου που νόμιζε πως βρήκε τη γαλήνη, έστω κι αν ακόμα κρύβεται για λίγο στις κατακόμβες που έχει δημιουργήσει κάτω από το σπίτι του για να νιώθει ότι είναι στο στοιχείο του. Ο πόλεμος δεν άφησε ποτέ τον Ράμπο. Ούτε τον Ράμπο της πρώτης ταινίας, ούτε τον κραυγαλέα πατριώτη τον επόμενων δύο, ούτε τον πιο ώριμο του τέταρτου φιλμ, ούτε όμως και αυτόν τον γερασμένο της πέμπτης ταινίας. Ο πόλεμος ήταν πάντα γύρω του, απλώς είχε βρει για λίγο τον τρόπο να τον αποφεύγει, να τον ξεγελά, να παίζει μαζί του, μέχρι που τον δέχτηκε ξανά.



Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
Filmy.gr
PopCorn
IMDb



12.9.19

Escape Plan: The Extractors (2019)

Είδος: Δράσης, Θρίλερ

"Το Escape Plan: The Extractors, όπως και το Hades, μπαίνει με ευκολία στον πάτο της φιλμογραφίας του Σιλβέστερ Σταλόνε. Κουραστικό, άψυχο, άτονο, άχρωμο, είναι - στην καλύτερη περίπτωση- χαμένος χρόνος η προβολή του."


ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ:
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
Σκηνοθεσία:John Herzfeld
Σενάριο:Miles Chapman,John Herzfeld
Παίζουν:Sylvester Stallone,
Dave Bautista,Devon Sawa,
Harry Shum Jr.
Γράφει ο Νίκος Ρέντζος
 Με το ζόρι τριλογία προσπάθησαν να φτιάξουν στη Lionsgate, εκμεταλλευόμενοι την επιτυχία εκείνης της πρώτης, πραγματικά συμπαθητικής ταινίας που κυκλοφόρησε το 2013. Εκεί όμως είχαμε μια αρκετά καλοφτιαγμένη ταινία, προσεγμένη σε όλους τους τομείς, με τον Σταλόνε σε καλή διάθεση και τον Σβαρτζενέγκερ σε ρόλο συμπρωταγωνιστή, τον Τζιμ Καβίζελ σε καλό ρόλο κακού, δίνοντας μόνο οι τρεις τους αρκετή αίγλη στην εικόνα της ταινίας. Πρόσθεσε και τον καλό χειρισμό του υλικού από τον Χάφστρομ και έχεις τους πολύ βασικούς λόγους επιτυχίας εκείνης της ταινίας. Το παράξενο λοιπόν δεν είναι ότι η εταιρεία παραγωγής θα ήθελε συνέχεια της ταινίας αυτής. Το παράξενο είναι ότι θέλησε να το κάνει αυτό πολύ πρόχειρα με δύο συνέχειες, οι οποίες κυκλοφόρησαν το 2018 και το 2019, χαμηλού επιπέδου παραγωγές, με κυκλοφορία κυρίως σε διαδικτυακές κόπιες και δίσκους blu-ray και dvd, ενώ κάποιες χώρες (όπως η δικιά μας) επέλεξαν να διανείμουν την ταινία στους κινηματογράφους. Έτσι, μετά το κακό περσινό Escape Plan: Hades , έχουμε το εξίσου κακό φετινό The Extractors.
  Ο Ρέι Μπρέσλιν και η ομάδα του αναλαμβάνουν να απελευθερώσουν την κόρη ενός Κινέζου μεγιστάνα που έχει απαχθεί. Ωστόσο, ενώ η υπόθεση φαίνεται απλή, δεν αργεί να πάρει προσωπικές διαστάσεις για τον Ρέι καθώς υπεύθυνος για την απαγωγή είναι ο γιος ενός παλιού εχθρού της ομάδας, ο οποίος θέλει να εκδικηθεί για τον πατέρα του. Το σχέδιο της εκδίκησης φέρνει τον Ρέι σε δύσκολη θέση αφού ο εχθρός του απαγάγει στη συνέχεια και την αγαπημένη του ήρωα και την κρατά φυλακισμένη σε μια παλιά φυλακή που ονομάζεται, "Σταθμός του Διαβόλου.
  Το τρίτο σχέδιο απόδρασης είναι σίγουρα μια από τις χειρότερες ταινίες της χρονιάς. Αδιάφορες έως κακές οι ερμηνείες, όπως και τα υπόλοιπα κομμάτια της ταινίας. Σενάριο, διάλογοι, ανάπτυξη χαρακτήρων, δράση, μοντάζ, μουσική, δεν υπάρχει κάτι που να μπόρεσα να θεωρήσω ότι βρίσκεται τουλάχιστον σε αξιοπρεπές επίπεδο. Η σκηνοθεσία του Χέρτζφελντ κυριολεκτικά δεν υπάρχει! Ούτε καθοδήγηση ηθοποιών, ούτε άποψη για τις σκηνές δράσης, που τουλάχιστον θα μπορούσε να είχε ποντάρει, αφού έχει ένα επιτελείο ικανό για ταινίες δράσης. Ωστόσο, ο ίδιος ο Σταλόνε δηλώνει περήφανος για αυτό το τρίτο μέρος του Escape Plan- που γύρισε με τον χρόνια φίλο του, Τζον Χέρτζφελντ-, απογοητευμένος για το δεύτερο μέρος, όμως ας μου επιτρέψει ο αγαπητός Σλάι, να θεωρώ και τα δύο το ίδιο κακά.
  Ο Σταλόνε είναι εδώ ξανά πρωταγωνιστής, σε αντίθεση με τη δεύτερη ταινία που εμφανίστηκε για ελάχιστα λεπτά, στην αρχή και το φινάλε. Ο χαρακτήρας του υποβάλλεται σε προσωπική δοκιμασία και δίνει αφορμή στην ταινία να γίνει μια βίαιη περιπέτεια δράσης. Το πρόβλημα είναι όμως ότι αυτός ο Μπρέσλιν με αυτόν που γνωρίσαμε στην πρώτη ταινία δεν έχει καμία σχέση και φυσικά δεν φταίει μόνο ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος εδώ αλλά και ο ίδιος ο Σταλόνε, που απλώς διεκπεραιώνει, με τον χειρότερο όμως τρόπο.
  Το Escape Plan: The Extractors, όπως και το Hades, μπαίνει με ευκολία στον πάτο της φιλμογραφίας του Σιλβέστερ Σταλόνε. Κουραστικό, άψυχο, άτονο, άχρωμο, είναι - στην καλύτερη περίπτωση- χαμένος χρόνος η προβολή του.



Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
IMDb



30.5.19

Rambo V: Last Blood - Trailer!


Ο Σιλβέστερ Σταλόνε επιστρέφει στο τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του χαρακτήρα που μαζί με τον Ρόκι Μπαλμπόα, συνδέθηκαν με το πρόσωπο του Αμερικανού ηθοποιού και μόνο.
 Ο Τζον Ράμπο επιστρέφει στη δράση για να αντιμετωπίσει ένα Μεξικανικό καρτέλ, σε μια ταινία που φαίνεται ότι θα είναι η τελευταία που θα δούμε τον Ράμπο, τον χαρακτήρα που γεννήθηκε κινηματογραφικά το 1982. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι ο Ράμπο δεν πάει για πόλεμο αλλά ο ίδιος ο πόλεμος έρχεται στο σπίτι του, απ' ότι μπορούμε να υποθέσουμε από το τρέιλερ.
 Δεν ξέρω αν υπήρχε λόγος για ένα ακόμα φιλμ με τον χαρακτήρα του Τζον Ράμπο, καθώς θεωρώ ότι το τελευταίο που είδαμε, σκηνοθετημένο από τον ίδιο τον Σταλόνε, έκλεινε με αρκετά καλό τρόπο τις κινηματογραφικές περιπέτειες του χαρακτήρα. Ωστόσο, το τρέιλερ της νέας ταινίας έχει αρκετά καλά στοιχεία και αναμένουμε για το τελικό αποτέλεσμα.


9.4.19

Creed II (2018)

Είδος : Δραματική, Αθλητική

"Παρότι η φόρμουλα είναι ακριβώς ίδια με τις παλιότερες ταινίες, υπάρχει αρκετή ψυχή πίσω και μπροστά από την κάμερα και το αποτέλεσμα είναι απολύτως ικανοποιητικό και ίσως πιο συγκινητικό για τους θαυμαστές του Σταλόνε και του alter ego του."


ΚΡΙΝΤ ΙΙ
Σκηνοθεσία:Steven Caple Jr.
Σενάριο:Sylvester Stallone,Juel Taylor
Παίζουν:Michael B. Jordan,
Sylvester Stallone,Tessa Thompson
Γράφει ο Νίκος Ρέντζος
 Πριν μερικά χρόνια, όταν περιμέναμε να κυκλοφορήσει στους κινηματογράφους το πρώτο Creed, ομολογώ ότι, παρότι μεγάλος θαυμαστής του Σταλόνε και του Ρόκυ, δεν ανέμενα με ιδιαίτερη αγωνία την ταινία. Ο κύκλος του Ρόκυ θεώρησα ότι έκλεισε πάρα πολύ ωραία με το Rocky Balboa ενώ απ' την άλλη δεν θεωρούσα ότι μπορούσε να ειπωθεί μια ιστορία με ενδιαφέρον για τον γιο του Απόλο Κριντ. Πίστευα ότι θα ήταν μια απ' τα ίδια, ένα Ρόκυ με διαφορετικό πρωταγωνιστή. Οπότε τι καινούριο μπορούσε να πει; Όμως η ματιά του Ράιαν Κούγκλερ έδωσε ένα φιλμ που ναι μεν σαν ιστορία, σαν πλοκή δεν είπε τίποτα διαφορετικό αλλά ο τρόπος που το προσέγγισε ο νεαρός σκηνοθέτης, διατηρώντας χαμηλούς τόνους και μια πιο λυρική διάθεση, έδωσε μια πάρα πολύ καλή ταινία, που δεν μπορούσες να την κατηγορήσεις με ευκολία ως "μία από τα ίδια".
  Εύκολα θα μπορούσες να πεις το "μία από τα ίδια" για το Creed II, καθώς εδώ έχουμε ξεκάθαρα μια ιστορία που ακολουθεί βήμα βήμα την εξέλιξη που είχαν οι ταινίες Rocky, επαναφέροντας μάλιστα και τον Άιβαν Ντράγκο από το Rocky IV, τον Ρώσο πυγμάχο, που σκότωσε στο ρινγκ τον πατέρα του νεαρού Κριντ και στην πορεία "ανάγκασε" τον Ρόκυ να παλέψει μαζί του μέσα στη Μόσχα, σε εκείνο το φιλμ που παρότι απομακρύνθηκε πλήρως από την ουσία των ταινιών του αγαπημένου κινηματογραφικού πυγμάχου, ήταν ίσως το πιο επιτυχημένο εισπρακτικά. Κι εδώ όμως, παρότι η φόρμουλα είναι ακριβώς ίδια με τις παλιότερες ταινίες, υπάρχει αρκετή ψυχή πίσω και μπροστά από την κάμερα και το αποτέλεσμα είναι απολύτως ικανοποιητικό και ίσως πιο συγκινητικό για τους θαυμαστές του Σταλόνε και του alter ego του.
  Τριάντα χρόνια μετά τη μονομαχία του με τον Ρόκυ Μπαλμπόα, ο Άιβαν Ντράγκο, έχοντας χάσει την εκτίμηση των πάντων στην πατρίδα του λόγω της ήττας του σε εκείνο το παιχνίδι, ζει με το γιο του, τον οποίο προπονεί σαν πυγμάχο. Στόχος είναι ο γιος του Κριντ και η πρόκληση σε αγώνα, με σκοπό να ξεβγάλουν την ντροπή από το όνομα Ντράγκο.
  Το πρώτο πράγμα που θέλω να αναφέρω για το συγκεκριμένο φιλμ, είναι οι πάρα πολύ καλές ερμηνείες της τετράδας πυγμάχων- προπονητών. Λούντγκρεν και Σταλόνε έρχονται αυτή τη φορά αντιμέτωποι μόνο εκτός ρινγκ σε μια πολύ δυνατή σκηνή, που σε κάνει να σκεφτείς πόσο κρίμα είναι που ο Λούντγκρεν δεν πήρε ή δεν διεκδίκησε ποτέ ευκαιρίες να δείξει κάτι παραπάνω σαν ηθοποιός. Ο κινηματογραφικός γιος του, Φλοριάν Μουντεάνου, είναι κι αυτός πάρα πολύ καλός, χωρίς πολλές ατάκες αλλά με ένα βλέμμα που "λέει" κάθε φορά όσα χρειάζεται να κατανοήσει ο θεατής. Θλίψη, θυμός, απογοήτευση βγαίνουν όλα στο ύφος του νεαρού, ο οποίος κουβαλά μια θλιβερή ιστορία, ένα παιδί που μεγάλωσε χωρίς τη μάνα του, η οποία τον παράτησε με έναν πατέρα που προσπαθεί να κλείσει τις πληγές του και το παιδί ψάχνει να βρει μέσα στα μάτια του την εκτίμηση, έστω για αυτό που προσπαθεί να κάνει γι αυτόν. Καλός και ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, χωρίς να μπορώ ωστόσο να πω κάτι παραπάνω, ενώ αυτός που είναι εξαιρετικά συγκινητικός και για άλλη μια φορά δοσμένος 100% στο ρόλο του, είναι ο Σιλβέστερ Σταλονε. Προσωπικά τον βρήκα ακόμα καλύτερο και από το προηγούμενο φιλμ, έστω και αν φαίνεται ότι κάνει μερικά βήματα πίσω για να δώσει τη σκυτάλη ξεκάθαρα στον Κριντ του Τζόρνταν. Οι σκηνές που ο Σταλόνε είναι στην οθόνη, είναι δικές του και είναι αληθινές, μελαγχολικές, όπως ο Ρόκυ του.
 Αυτό που θα ήθελα παραπάνω από το φιλμ του Στίβεν Κέιπλ Τζ. ήταν να δώσει λίγο μεγαλύτερο χρόνο στους Ντράγκο. Είχαν πράγματα να πουν οι Λούντγκρεν και Μουντεάνου, ήταν αφοσιωμένοι στους ρόλους τους και είχαν χημεία, οπότε περίμενα να δω λίγη ακόμη από την ιστορία τους στην οθόνη. Κατά τα άλλα, ως ένας άνθρωπος που του άρεσαν όλα τα φιλμ του Ρόκυ Μπαλμπόα, εκτός από το τέταρτο, του οποίου, ειρωνικά για εμένα, αποτελεί συνέχεια αυτή η ταινία, το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι μετά τους τίτλους τέλους ένιωθα μια γλυκιά θλίψη, μια μελαγχολία αλλά και μια ικανοποίηση, κυρίως για την πορεία του Ρόκυ. Δεν ξέρω αν θα παρακολουθήσω και το επόμενο φιλμ της σειράς (αν υπάρξει) χωρίς τη συμμετοχή του Σταλόνε αλλά μέχρι εδώ τα πράγματα ήταν σίγουρα πολύ καλά για τον Κριντ, έχοντας όμως στο πλάι του τη σιγουριά του Σταλόνε-Μπαλμπόα. Από 'δω και πέρα "μόνος σου" , όπως και ο προπονητής του του λέει λίγο πριν το φινάλε. 



Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
Cine.gr
PopCorn
IMDb



31.1.19

Backtrace (2018)

Είδος: Αστυνομική Περιπέτεια
"Το Backtrace είναι μια ευθεία γραμμή. Η ευθεία γραμμή που δείχνει το ιατρικό μόνιτορ όταν ο ασθενής καταλήξει. Το πρόβλημα είναι ότι ο "γιατρός" (σκηνοθέτης) δε μπορεί και ούτε προσπαθεί να κάνει κάτι
για να επαναφέρει τον ασθενή. "

FLASHBACK
Σκηνοθεσία: Brian A. Miller
Σενάριο: Mike Maples
Παίζουν:Sylvester Stallone,
Ryan Guzman,Matthew Modine
Γράφει ο Νίκος Ρέντζος
 Το μόνο που μπόρεσα να νιώσω πέρα από πλήξη βλέποντας το Backtrace ή  Flashback, ήταν θλίψη για τον Μοντίν και τον Σταλόνε. Μπορώ να καταλάβω το λόγο που ο πρώτος γύρισε την ταινία, λόγω της καθοδικής πορείας της καριέρας του τα τελευταία χρόνια, όμως το λόγο που ο Σταλόνε βρίσκεται και σε αυτό το πολύ κακό φιλμ, μετά και το κακό Escape Plan 2, σε μια εποχή που έχει δείξει ότι μπορεί ακόμα να κάνει καλές δουλειές, δεν θα τον κατανοήσω ποτέ.
  Το φιλμ σκηνοθέτησε ο Μπράιαν Α. Μίλερ, ο οποίος απ' ότι φαίνεται δεν το 'χει ή αν το 'χει το κρύβει πολύ καλά. Μια ματιά στα προηγούμενα φιλμς που έχει σκηνοθετήσει θα πείσει τους περισσότερους για το πόσο αδιάφορος σκηνοθέτης είναι (Vice, The Outsider, The Prince ). Η κεντρική ιδέα που υπάρχει στο σενάριο του Μάικ Μέιπλς δεν είναι κακή αλλά κανείς δεν φάνηκε διατεθειμένος να δουλέψει πάνω σε αυτή, ούτε ο ίδιος, ούτε ο σκηνοθέτης του. Ως αποτέλεσμα έχουμε ένα φιλμ ξεπερασμένου ύφους, μια περιπέτεια χωρίς δράση, ανατροπές χωρίς έκπληξη, καλούς ηθοποιούς που δε μπορούν κάνουν τίποτα και κακούς ηθοποιούς που κάνουν ό, τι μπορεί να κάνει κάποιος που είναι κακός στη δουλειά του.
  Ένας από τους καλούς ηθοποιούς, ο Μάθιου Μοντίν, υποδύεται έναν από τους τρεις που λήστεψαν 200.000 δολάρια απ' την τράπεζα πριν εφτά χρόνια. Οι δύο έπεσαν νεκροί σε συμπλοκή μετά τη ληστεία ενώ αυτός επέζησε αλλά πάσχει από αμνησία. Δε θυμάται ούτε τι έκανε, ούτε που έκρυψε τα χρήματα. Σύντομα θα έχει την ευκαιρία να θυμηθεί καθώς μια μυστηριώδης ομάδα τον βγάζει από τη φυλακή και του χορηγεί έναν ορό που μπορεί να επαναφέρει τη μνήμη. Σιγά σιγά αρχίζει να θυμάται αλλά μέσα στις μνήμες του υπάρχει και η ανάμνηση ενός συνδέσμου μέσα από την αστυνομία, με ενεργό ρόλο στη ληστεία. Αυτό το είχε καταλάβει μόνο ο ντετέκτιβ Σάικς, ο οποίος ερευνά όλα αυτά τα χρόνια την υπόθεση και τώρα βρίσκεται στο κυνήγι του ληστή, ελπίζοντας να λύσει την υπόθεση.
  Ο Μοντίν το παλεύει να κάνει κάτι, ο Σταλόνε βαριέται περισσότερο κι από το Escape Plan 2, αλλά κι εδώ έχει ούτως ή άλλως μικρή συμμετοχή με διάσπαρτες εμφανίσεις μέσα στο φιλμ, παρότι ο ρόλος του είναι σημαντικός, σύμφωνα με όσα συμβαίνουν αλλά και με το φινάλε που θέλει να δώσει το φιλμ. Η σχέση Μοντίν και Σταλόνε είναι αυτή που δίνει τη λύση στην τελική έκβαση αλλά αυτή η σχέση δεν έχει δομηθεί κατάλληλα κατά τη διάρκεια της ταινίας, όπως κι ένα σωρό άλλα πράγματα δεν γίνονται με κατάλληλο τρόπο στην ταινία. Δε συζητάμε για χαρακτήρες και διαλόγους, δε συζητάμε για πλοκή. Μιλάμε για μια ταινία που δε μπορείς ούτε στις σκηνές δράσης να βρεις κάτι καλό, να πεις ότι έστω πέφτει ένα πιστολίδι που σε ξυπνά κι ότι έστω με κάποιο τρόπο κρατά ένα σχετικό ενδιαφέρον μέχρι να φτάσει στην αναμενόμενη τελική αναμέτρηση. Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης μας καταφέρνει να διαλύσει τα πάντα μέχρι τότε, προδίδοντας αμέσως την ανατροπή που πήγε να δώσει το σενάριο και οδηγώντας την ταινία του στην τελική κορύφωση χωρίς κανείς να το καταλάβει γιατί προφανώς δεν είναι κορύφωση.
  Το Backtrace είναι μια ευθεία γραμμή. Η ευθεία γραμμή που δείχνει το ιατρικό μόνιτορ όταν ο ασθενής καταλήξει. Το πρόβλημα είναι ότι ο "γιατρός" (σκηνοθέτης) δε μπορεί και ούτε προσπαθεί να κάνει κάτι για να επαναφέρει τον ασθενή. 



Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
Cine.gr
PopCorn
IMDb



25.6.18

Escape Plan 2: Hades (2018)

Είδος: Δράσης, Θρίλερ

"Διαφορετικός σκηνοθέτης σε αυτό το δεύτερο φιλμ και διαφορετική προσέγγιση. Εδώ επιλέγεται το γρήγορο έως βιαστικό μοντάζ, η συνεχής κίνηση της κάμερας που όμως εδώ χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο και αντί για ένταση στο θεατή προκαλεί εκνευρισμό ενώ η ταινία είναι πλέον περισσότερο μια ταινία δράσης παρά μια περιπέτεια φυλακών με στοιχεία θρίλερ. Αυτή η ταινία δράσης όμως δεν έχει καλά στοιχεία και πέρα από μια-δυο στιγμές δεν προσφέρει τίποτα ουσιαστικό στο θεατή."

ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ 2: ΑΔΗΣ
Σκηνοθεσία:Steven C. Miller
Σενάριο:Miles Chapman
Παίζουν:Sylvester Stallone,
Dave Bautista,Xiaoming Huang
Γράφει ο Νίκος Ρέντζος
Το πρώτο Σχέδιο Απόδρασης ήταν μια ενδιαφέρουσα ταινία. Είχε μια καλή κεντρική ιδέα, είχε καλές ερμηνείες και καλή διαχείριση του υλικού από τον σκηνοθέτη, Μίκαελ Χάφστρομ, ο οποίος φρόντισε να παραδώσει περισσότερο ένα θρίλερ απόδρασης παρά μια ταινία δράσης, έχοντας ωστόσο δύο τεράστιους αστέρες των ταινιών δράσης στο καστ του. Οι Σταλόνε και Σβαρτζενέγκερ συμπρωταγωνιστούν, ενώ ο Τζιμ Καβίζελ στο ρόλο του κακού δεν ήταν... κακός! Η συνέχεια αυτού του αξιοπρεπούς φιλμ ήρθε φέτος και δυστυχώς η αξιοπρέπεια πήγε περίπατο.
  Ο Ρέι Μπρέσλιν επιστρέφει στη δράση και τώρα πρέπει να βοηθήσει ένα μέλος της ομάδας του να αποδράσει από μια φυλακή υψίστης ασφαλείας. Επιπρόσθετη δυσκολία ο εξαιρετικά προηγμένος τεχνολογικός εξοπλισμός που χρησιμοποιεί η φυλακή για να ελέγχει τους κρατούμενους.
  Διαφορετικός σκηνοθέτης σε αυτό το δεύτερο φιλμ και διαφορετική προσέγγιση. Εδώ επιλέγεται το γρήγορο έως βιαστικό μοντάζ, η συνεχής κίνηση της κάμερας που όμως εδώ χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο και αντί για ένταση στο θεατή προκαλεί εκνευρισμό ενώ η ταινία είναι πλέον περισσότερο μια ταινία δράσης παρά μια περιπέτεια φυλακών με στοιχεία θρίλερ. Αυτή η ταινία δράσης όμως δεν έχει καλά στοιχεία και πέρα από μια-δυο στιγμές δεν προσφέρει τίποτα ουσιαστικό στο θεατή. Δεν είναι διασκεδαστικό, δεν είναι αγωνιώδες, δεν είναι ούτε θεαματικό σε στιγμές που θα μπορούσε να είναι, όπως είναι αυτές των σκηνών μάχης σώμα με σώμα που φαίνεται να μπορεί να χειριστεί λίγο καλύτερα ο σκηνοθέτης, Στίβεν Σ. Μίλερ. Ο Μίλερ είναι ο σκηνοθέτης μερικών από τις τελευταίες ταινίες που πρωταγωνίστησε ο Μπρους Γουίλις, όπως το First Kill, το Extraction και το Marauders, ασήμαντες περιπέτειες που φέρουν τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά που σημαδεύουν και αυτό το φιλμ.
  Από πλευράς ερμηνειών, για να κατανοήσετε το πόσο κακή είναι η απόδοση όλων των ηθοποιών, φανταστείτε ότι πριν δω το φιλμ δεν περίμενα τίποτα μα τίποτα ιδιαίτερο και παρ'όλα αυτά απογοητεύτηκα. Οι Σταλόνε και Μπατίστα που προβάλλονται ως οι πρωταγωνιστές της ταινίας στην ουσία έχουν πολύ μικρή συμμετοχή. Ο πρώτος περνά την ώρα του πίσω από ένα γραφείο όπου αναλύει καταστάσεις και μόνο στο τέλος μπαίνει ενεργά στη δράση ενώ ο δεύτερος έχει μόνο δύο σκηνές στην ταινία. Πιο πολύ το φιλμ επικεντρώνεται στη νεαρή ομάδα του Μπρέσλιν και στον Κινέζο σταρ, Σιαόμινγκ Χουάνγκ, ο οποίος είναι ίσως αυτός που μπορούμε να ονομάσουμε  πρωταγωνιστή, καθώς έχει το μεγαλύτερο χρόνο στην οθόνη, αφού η ταινία ουσιαστικά ποντάρει στην Κινεζική αγορά. Στην Αμερική περνάει κατευθείαν στο VOD και στις streaming υπηρεσίες. Κινηματογραφική διανομή εκτός από την Κίνα, βρήκε μόνο σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες ακόμα, όπως η δικιά μας.
  Τριλογία θα έχουμε και στην περίπτωση του Escape Plan, κάτι που φαίνεται και από την εξέλιξη αυτού του δεύτερου φιλμ. Προσωπικά, παρότι φίλος του Σταλόνε, δεν έχω κανένα ενδιαφέρον για τη συνέχεια της ιστορίας του Ρέι Μπρέσλιν. Η πρώτη ταινία με ώθησε να δω και τη συνέχεια αλλά η συνέχεια απομακρύνει το ενδεχόμενο να παρακολουθήσω το τρίτο μέρος, ή τουλάχιστον με αφήνει αδιάφορο το άκουσμα του τρίτου μέρους που έρχεται μάλλον σε ένα χρόνο από τώρα. Για κατανάλωση στο σπίτι, αυτή η συνέχεια του Σχεδίου Απόδρασης, ίσως έχει ένα κάποιο λόγο ύπαρξης, αλλά κινηματογραφικά δεν έχει να προσφέρει τίποτα. Σε περίπτωση πάντως που θέλετε να δώσετε μια ευκαιρία, στις 5 Ιουλίου κυκλοφορεί σε κινηματογράφους της χώρας μας.    


Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
Cine.gr
PopCorn
IMDb



1.6.17

Judge Dredd (1995)

Είδος: ΚόμικΕπιστημονικής Φαντασίας, Περιπέτεια


"Ο Σταλόνε αναλαμβάνει το ρόλο του Ντρεντ και παρότι ο ρόλος φαίνεται να του ταιριάζει γάντι, κάνει το λάθος να βγάλει το κράνος κι εκεί αρχίζει η κατακραυγή των φανατικών φίλων του κόμικ, στο οποίο υπάρχει μια απαράβατη αρχή: ο Ντρεντ δε βγάζει ποτέ το κράνος του."

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΝΤΡΕΝΤ
Σκηνοθεσία:Danny Cannon
Σενάριο:William Wisher Jr.,
Steven E. de Souza
Παίζουν:Sylvester Stallone,
Armand Assante,Rob Schneider
Γράφει ο Νίκος Ρέντζος
Επιστροφή στη δεκαετία του 1990 και στην πρώτη μεταφορά του Δικαστή Ντρεντ στη μεγάλη οθόνη. Ο Σταλόνε αναλαμβάνει το ρόλο του Ντρεντ και παρότι ο ρόλος φαίνεται να του ταιριάζει γάντι, κάνει το λάθος να βγάλει το κράνος κι εκεί αρχίζει η κατακραυγή των φανατικών φίλων του κόμικ, στο οποίο υπάρχει μια απαράβατη αρχή: ο Ντρεντ δε βγάζει ποτέ το κράνος του. Εγώ, όμως, γνώστης και φίλος του κόμικ δεν είμαι, οπότε το τελευταίο που με νοιάζει είναι αν ο Σταλόνε θα κυκλοφορεί συνέχεια με το κράνος στο κεφάλι. Έχει λοιπόν το φιλμ άλλα σοβαρά μειονεκτήματα πέρα από αυτό; Έχει. Αλλά εξακολουθεί να μου αρέσει και να αποτελεί άλλη μια ένοχη απόλαυση!
  Ο σκηνοθέτης του φιλμ είναι ο Ντάνι Κάνον, ο οποίος πολλά πράγματα δεν έχει να επιδείξει κινηματογραφικά, ενώ τηλεοπτικά έχει κάνει περισσότερα. Ο Κάνον ήταν φανατικός αναγνώστης του κόμικ χαρακτήρα του Ντρεντ, που δημιούργησαν το 1977 οι Τζον Βάγκνερ, Κάρλος Εζκουέρα και Πατ Μιλς. Αυτό που είχε στο μυαλό του ο Άγγλος σκηνοθέτης ήταν μια πιο πιστή απόδοση του Ντρεντ, με επιθυμία να αποτυπώσει στην οθόνη τη βία, τη σάτιρα και το μαύρο χιούμορ που διέκρινε το κόμικ. Η εποχή δεν ευνόησε ιδιαίτερα τις ιδέες του Κάνον καθώς η δεκαετία του 1990, πέρα από μερικές εξαιρέσεις, δεν έβλεπε σοβαρά τις κόμικ μεταφορές, και οι εταιρείες παραγωγής ήθελαν πιο "χαλαρές" προσεγγίσεις. Το ίδιο επιθυμούσε και ο σταρ της ταινίας, Σιλβέστερ Σταλόνε, και κάπως έτσι άρχισαν οι αντιπαραθέσεις με τον σκηνοθέτη και φυσικά επικράτησε ο Σταλόνε. Η δουλειά πάντως που έχει κάνει ο Κάνον, με τη μορφή που πήρε το φιλμ, δεν είναι άσχημη. Η ατμόσφαιρα είναι αρκετά καλή, η φωτογραφία της ταινίας είναι προσεγμένη και περνά μια αίσθηση σαπίλας στην οθόνη, έστω και σε μικρότερο βαθμό απ' ότι θα ήθελε ο σκηνοθέτης. Τα εφέ, τα σκηνικά και το γενικότερο επίπεδο παραγωγής είναι εξαιρετικό και αξιοθαύμαστο μέχρι σήμερα ενώ και οι σκηνές δράσης είναι αρκετά θεαματικές, έστω και με την υπερβολή που τις διέπει σε κάποια σημεία. 
  Ο Σταλόνε στο ρόλο είναι πολύ καλός και θα ήταν πολύ καλύτερος αν χρησιμοποιούσε λιγότερες ατάκες, λιγότερο χιούμορ και κρατούσε σε περισσότερα σημεία το σοβαρό τόνο του. Ούτως ή άλλως για το κωμικό της υπόθεσης είχαν προσλάβει τον Ρομπ Σνάιντερ, ο οποίος φροντίζει να γίνει εκνευριστικός κάνοντας πλάκα σε κάθε σημείο που ανοίγει το στόμα του. Καταλαβαίνω την επιθυμία για το λεγόμενο comic relief, που απαιτούσε η εποχή, αλλά το πράγμα ξεφεύγει με τον Σνάιντερ και είναι ένα σημείο που χάνει αρκετούς πόντους η ταινία. Από την άλλη, ο Αρμάντ Ασάντε υποδύεται το αντίπαλο δέος του Σταλόνε και είναι κι αυτός πολύ καλός στο κοστούμι του κακού. Το ίδιο καλοί είναι οι Μαξ Φον Σίντοφ, σε πιο σύντομο ρόλο, και ο Γιούργκεν Πρόχνοφ ενώ αδιάφορα εξελίσσεται ο ρόλος της Ντάιαν Λέιν, σε ένα ρομάντζο με τον Ντρεντ που δε λειτουργεί καθόλου στο φιλμ.
  Χαρακτήρες και τοποθεσίες που συναντούμε στο κόμικ, υπάρχουν στο φιλμ αλλά η απόδοση απ' ότι φαίνεται είναι πιο ελεύθερη. Βρισκόμαστε λοιπόν στο 2139, η Γη έχει γίνει ένα δύσκολο μέρος να ζεις καθώς μεγάλοι πυρηνικοί πόλεμοι έχουν καταστρέψει μεγάλο μέρος της και ο πληθυσμός βρίσκεται συγκεντρωμένος μέσα σε τεράστιες πόλεις, τις Μεγαπόλεις. Μέσα σε αυτές, το έγκλημα έχει ξεφύγει, με τη διακίνηση ναρκωτικών και τη βία να μην έχει προηγούμενο. Ένα νέο σύστημα δικαιοσύνης χρησιμοποιείται πια, που αποτελείται από τους Δικαστές, ένα σώμα που τα μέλη του έχουν το δικαίωμα να συλλαμβάνουν, να δικάζουν και να εκτελούν επί τόπου. Στην Ωμέγα Σίτι, ο πιο διάσημος και σκληροτράχηλος δικαστής είναι ο Ντρεντ. Μια πλεκτάνη όμως στήνεται σε βάρος του και κατηγορείται για έγκλημα που δεν έχει κάνει. Εξορίζεται στην Καταραμένη Γη και πρέπει να βρει τρόπο να επιστρέψει και να αποδείξει την αθωότητά του, σε ένα σύστημα που πια καταρρέει, καθώς κάποιος προσπαθεί να διαλύσει το σώμα των Δικαστών.
  Το σενάριο υπογράφουν ο Στίβεν Ε. ντε Σούζα και ο Γουίλιαμ Γουίσερ, προσαρμόζοντάς το στα μέτρα του πρωταγωνιστή. Ο Σταλόνε παίρνει το φιλμ πάνω του αλλά η υποδοχή των κριτικών δεν ήταν καλή και αυτό κόστισε. Το κοινό υποδέχτηκε πιο θερμά το φιλμ και ο Δικαστής Ντρεντ, που κόστισε εβδομήντα εκατομμύρια δολάρια, τα λεφτά του τα έφερε πίσω και με το παραπάνω. Αυτό που έχει μείνει ωστόσο μέχρι σήμερα είναι η έντονη κριτική για την απόδοση του Ντρεντ στην οθόνη, σε ένα φιλμ, όμως, που είναι τουλάχιστον διασκεδαστικό και με υψηλά στάνταρ παραγωγής. Γρήγορος ρυθμός, ιδανική διάρκεια, ικανοποιητικό θέαμα, καλοί ηθοποιοί. Νομίζω ότι τα θετικά του φιλμ μπορούν να καλύψουν τα αρνητικά, σήμερα που το βλέπουμε με μια διάθεση νοσταλγίας.






Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
Cine.gr
PopCorn
IMDb