31.1.20

Rambo: Last Blood (2019) Review [ Spoilers]

Είδος: Δράσης, Θρίλερ

"Ο Σιλβέστερ Σταλόνε επιστρέφει μάλλον για τελευταία φορά σε έναν χαρακτήρα που μπορεί να μην έχει τη συμπάθειά μας όπως ο Ρόκι Μπαλμπόα αλλά που δε μπορείς να μην τον θεωρήσεις εικονικό και σημαντικό κινηματογραφικά για εκείνη την πρώτη ταινία του 1982. Ακολούθησαν τρεις σαφώς κατώτερες ταινίες με πρωταγωνιστή τον Ράμπο. Οι δύο ξέχασαν εντελώς όλο αυτό που έχτισε η πρώτη ταινία. Η τρίτη φάνηκε να το αναζητά κάπου. Τέλος, ήρθε αυτή η τέταρτη συνέχεια, η οποία έχει το πλεονέκτημα της επιβλητικής, αρχετυπικής παρουσίας του Σταλόνε."

ΡΑΜΠΟ:
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΙΜΑ
Σκηνοθεσία:Adrian Grunberg
Σενάριο:Matthew Cirulnick,
Sylvester Stallone
Παίζουν:Sylvester Stallone,Paz Vega,
Sergio Peris-Mencheta,Yvette Monreal
Γράφει ο Νίκος Ρέντζος
 Μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το πεπρωμένο τους. Παλεύουν, λοξοδρομούν, νομίζουν ότι άλλαξε η μοίρα τους αλλά η ζωή τους δείχνει ότι ο δικός τους δρόμος είναι άλλος. Καλός ή κακός, ο δρόμος τους έχει φτιαχτεί από καιρό και μπορεί για λίγο να βρίσκονται σε άλλα μονοπάτια όμως η ζωή τους επαναφέρει εκεί που θέλει. Το "γιατί" δεν είναι κάτι που μπορείς πάντα να απαντήσεις. Πολλές φορές δεν υπάρχει λογική απάντηση, τουλάχιστον όχι κάποια ανθρωπίνως κατανοητή. Το χέρι που υφαίνει τη μοίρα του καθενός δεν είναι ανθρώπινο και δεν στέκεται στα ανθρώπινα. Τα προσπερνάει και υφαίνει χωρίς αναστολές αυτό που αναλογεί ή αυτό που το χέρι θέλει για κάποιο λόγο να δώσει στον καθένα. Κάπως έτσι, γεννιούνται αυτοί οι διαφορετικοί, οι "καταραμένοι". Ένας τέτοιος είναι και ο Τζον Ράμπο.
  Στρατιώτης, τα άφησε όλα πίσω του για να πολεμήσει για την πατρίδα, σε έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός του αλλά που έμελλε να γίνει για πάντα ζωή του. Γύρισε από το Βιετνάμ για να δει ότι στην ίδια του τη χώρα ήταν πια ένας περιθωριακός, ένας που κανείς δεν ήθελε άμεση επαφή μαζί του και αναγκάστηκε να πολεμήσει ξανά, εκεί στην ίδια του τη χώρα. Όχι γιατί η χώρα του απειλήθηκε αλλά γιατί η χώρα του, κάτω από τη σημαία της οποίας πολέμησε, σκότωσε, βασάνισε και βασανίστηκε, δεν έχει χώρο πια για κάποιους σαν αυτόν. Κι αν φαινομενικά νίκησε όντας ηττημένος τότε, δεν του έμενε ξανά τίποτα. Γύρισε ξανά στον πόλεμο. Για λόγους που νόμιζε σωστούς, ή γιατί στην ουσία αυτή ήταν η ζωή του, η ζωή που μέχρι τότε φαίνεται ότι το ανθρώπινο χέρι είχε διαλέξει για αυτόν.
  Τα χρόνια πέρναγαν και ο Τζον, επέστρεφε ξανά και ξανά και ξανά στον πόλεμο. Μέχρι που λυτρώθηκε και αποφάσισε να επιστρέψει. Επιστροφή εκεί που τον έδιωξαν. Επιστροφή εκεί που υπήρχε κάτι που μπορούσε να απαλύνει όλες τις πληγές του και να του δώσει πίσω την ανθρωπιά που είχε κάπου χάσει. Έτσι έγινε. Ο Τζον βρήκε γαλήνη στη φάρμα του, στον τόπο του, στην οικογένεια που του είχε απομείνει.
 Η ανιψιά του ήταν αυτή που επανέφερε στα μάτια του το καθαρό βλέμμα, την επιθυμία για ζωή, το λόγο να ξυπνάει  κάθε πρωί. Ήθελε να τη βλέπει να μεγαλώνει και να είναι εκεί να ρουφάει τη ζωή μέσα από τα δικά της μάτια.
 Τα χρόνια πέρασαν και η μικρή μεγάλωσε. Έμαθε για τον τραγικό πατέρα που παράτησε τη μάνα της και αυτή. Έμαθε ότι αυτός ο πατέρας οδήγησε τη μάνα της στο θάνατο. Θέλησε να τον ρωτήσει μόνο "γιατί". Πήγε να τον βρει. Πέρασε τα σύνορα και έφτασε στο Μεξικό και τον βρήκε αλλά η πόρτα έκλεισε για αυτήν χωρίς λογική απάντηση. Είπαμε, δεν υπήρχε πάντα λογική απάντηση σε όλα. Έτσι η μικρή θα γύριζε πίσω, στην αληθινή της οικογένεια και θα συνέχιζε τη ζωή της. Δεν γύρισε όμως ποτέ. Όχι ζωντανή.
 Ο Τζον την αναζήτησε. Την έφερε πίσω για να κάνει συντροφιά στη μητέρα της. Μαζί με την ανιψιά του όμως ο Τζον έθαψε βαθιά στο χώμα και την τελευταία σταγόνα ανθρωπιάς που του είχε μείνει. Δεν υπήρχε πια τίποτα. Γύρισε στο σκοτάδι του πολέμου. Γύρισε σε αυτό που ήταν πάντα καταδικασμένος να κάνει και ίσως δεν επέστρεψε ποτέ από την κόλαση των καταραμένων.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Σιλβέστερ Σταλόνε επιστρέφει μάλλον για τελευταία φορά σε έναν χαρακτήρα που μπορεί να μην έχει τη συμπάθειά μας όπως ο Ρόκι Μπαλμπόα αλλά που δε μπορείς να μην τον θεωρήσεις εικονικό και σημαντικό κινηματογραφικά για εκείνη την πρώτη ταινία του 1982. Ακολούθησαν τρεις σαφώς κατώτερες ταινίες με πρωταγωνιστή τον Ράμπο. Οι δύο ξέχασαν εντελώς όλο αυτό που έχτισε η πρώτη ταινία. Η τρίτη φάνηκε να το αναζητά κάπου. Τέλος, ήρθε αυτή η τέταρτη συνέχεια, η οποία έχει το πλεονέκτημα της επιβλητικής, αρχετυπικής παρουσίας του Σταλόνε. Ένας Σταλόνε που αλίμονο κι αν δεν ξέρει τον χαρακτήρα. Αλίμονο κι αν χρειάζεται λόγια για να παίξει τον χαρακτήρα. Το στήσιμο, το βλέμμα και ο τρόπος που τα κινηματογραφεί όλα αυτά εδώ ο σκηνοθέτης, Άντριαν Γκρούνμπεργκ, μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας του, Μπρένταν Γκάλβιν, φανερώνουν θαυμασμό και δέος απέναντι στον γηραιό πρωταγωνιστή του ή στον χαρακτήρα που υποδύεται αλλά και απέναντι στα κλασικά γουέστερν και τις ταινίες εκδίκησης των περασμένων δεκαετιών του Χόλιγουντ. Και όλα αυτά μέχρι να φτάσουμε στα τελευταία δέκα πέντε λεπτά, που ξεσπά ένα απροειδοποίητο γαϊτανάκι βίας, που όμοιο του δεν έχεις συναντήσει, όχι μόνο στις προηγούμενες ταινίες του ήρωα αλλά και γενικά τα τελευταία χρόνια στις ταινίες του είδους.
 Εκεί λοιπόν βρίσκεται το κλειδί για να δεχτείς ή όχι την ταινία. Για να κλίνεις στο αν η ταινία ήταν καλή ή ήταν μια βαρετή ταινία ή υπερβολικά φορτωμένη κομιξική, αναίτια βία. Ας δούμε λοιπόν για ένα λεπτό την πλοκή κι ας συνεχίσουμε.
 Ο Τζον Ράμπο ζει πια στη φάρμα του εκλιπόντος πατέρα του, φροντίζοντας άλογα. Εκεί τον βοηθά η παλιά οικογενειακή φίλη, Μαρία, μαζί με την εγγονή της, Γκαμπριέλα. Η Γκαμπριέλα μεγάλωσε έχοντας σαν θείο και πατέρα τον Τζον, αφού η μητέρα της έχει πεθάνει και ο βιολογικός της πατέρας αγνοείται. Μια φίλη ενημερώνει την Γκαμπριέλα ότι βρήκε τον πατέρα της κι ότι ζει στο Μεξικό, με την οικογένειά του. Η μικρή αποφασίζει να πάει να τον βρει, κόντρα στις συμβουλές του Τζον και της γιαγιάς της. Εκεί βρίσκει την πόρτα του κλειστή και βρίσκεται μπλεγμένη στα δίχτυα ενός καρτέλ λευκής σάρκας. Ο Τζον επισκέπτεται το Μεξικό, ψάχνει, βρίσκει αλλά δεν προλαβαίνει να σώσει την Γκαμπριέλα. Από εκεί και πέρα, δεν υπάρχει τίποτα ανθρώπινο στον Τζον. Θέλει μόνο εκδίκηση και την παίρνει με τον πιο αποτρόπαιο, απάνθρωπο τρόπο.
 Προφανώς η ταινία δεν είναι τέλεια. Προφανώς στοχοποιεί το Μεξικό και την εγκληματικότητα που υπάρχει εκεί αλλά θεωρεί κανείς ότι λέει κάτι που δεν είναι αληθές; Θεωρεί κανείς ότι δεν υπάρχει το συγκεκριμένο πρόβλημα; Ναι, προφανώς στην Αμερική του Τραμπ, οποιοδήποτε τέτοιο θέμα αποτελεί κόκκινο πανί για τους δημοσιογράφους/ κριτικούς. " Τα βάζει με τους Μεξικανούς άρα είναι με τον Τραμπ, άρα βασίζουμε τις κριτικές μας σε αυτό και τον θάβουμε", φαίνεται να λέει σύσσωμη η κριτική εξ Αμερικής. Στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, ούτως ή άλλως η εμπάθεια απέναντι στον Σταλόνε είναι γνωστή χρόνια τώρα, οπότε αναμενόμενες ήταν και οι εδώ κριτικές. Προχωράμε όμως με βάση αυτό που εμείς είδαμε. 
  Μιλάμε λοιπόν για μια ταινία, η οποία πάσχει σε πολλά σημεία, όπως η ανάπτυξη χαρακτήρων, οι διάλογοι, τα κενά στην εξέλιξη της πλοκής, η προσέγγιση των κακών με στερεοτυπικό και καρτουνίστικο τρόπο. Παρά όλα αυτά όμως υπάρχει μια υπόγεια, πρωτόγονη, αρχετυπική δυναμική στα κάδρα της ταινίας. Όλα βράζουν σιγά σιγά μέχρι να έρθει η στιγμή του θανάτου της Γκαμπριέλας. Κομβική στιγμή που εξαφανίζει κάθε σημάδι ανθρωπιάς από τον πρωταγωνιστή και τον κάνει ξανά μια πολεμική μηχανή, που πλέον τροφοδοτείται μόνο από μίσος και οργή. Έτσι οδηγούμαστε στο τελευταίο υπέρ βίαιο  δεκαπεντάλεπτο, το οποίο για πολλούς ήταν το καλύτερο της ταινίας, για εμένα ήταν απλώς η λογική συνέχεια της ταινίας, έστω κι αν αλλάζει εντελώς το μέχρι εκείνη τη στιγμή ύφος.
 Είμαστε υπέρ της αυτοδικίας και της βίας; Όχι, βέβαια. Η συγκεκριμένη βία λειτουργεί καθαρτικά, όσο υπερβολική κι αν είναι. Φανερώνει επίσης τη ριζική αλλαγή του χαρακτήρα, του ανθρώπου που του πήραν τα πάντα και δεν βλέπει πια τίποτα μπροστά του παρά μόνο θάνατο.
 Μπορεί η πλειοψηφία να βλέπει ξανά στο Ράμπο την Αμερικανική κυβέρνηση, προσωπικά όμως εδώ είδα μόνο μια ιστορία εκδίκησης και προσωπικών παθών. Μια ιστορία ενός καταραμένου που νόμιζε πως βρήκε τη γαλήνη, έστω κι αν ακόμα κρύβεται για λίγο στις κατακόμβες που έχει δημιουργήσει κάτω από το σπίτι του για να νιώθει ότι είναι στο στοιχείο του. Ο πόλεμος δεν άφησε ποτέ τον Ράμπο. Ούτε τον Ράμπο της πρώτης ταινίας, ούτε τον κραυγαλέα πατριώτη τον επόμενων δύο, ούτε τον πιο ώριμο του τέταρτου φιλμ, ούτε όμως και αυτόν τον γερασμένο της πέμπτης ταινίας. Ο πόλεμος ήταν πάντα γύρω του, απλώς είχε βρει για λίγο τον τρόπο να τον αποφεύγει, να τον ξεγελά, να παίζει μαζί του, μέχρι που τον δέχτηκε ξανά.



Βαθμολογία άλλων ιστοσελίδων
Filmy.gr
PopCorn
IMDb



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου